Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

Ακολουθώντας την ελπίδα...



«Η Nιότη βάδιζε μπροστά κι εγώ την ακολουθούσα και σε μια στιγμή φτάσαμε σ' ένα χωράφι μακρινό. Εκεί σταμάτησε και κοίταξε ψηλά τα σύννεφα που αργοσάλευαν στην κόψη του ορίζοντα σαν ένα κοπάδι από άσπρα προβατάκια. Έπειτα κοίταξε τα δέντρα που έτειναν στα ύψη τα γυμνά κλαδιά τους σαν να προσευχόταν θαρρείς στον κύριο του ουρανού για να ξαναβρούν τα φυλλώματά τους. Κι είπα εγώ, "που βρισκόμαστε Nιότη;" Κι εκείνη μου αποκρίθηκε, "είμαστε στον αγρό της ταραχής. Έχε τον νου σου!" Κι είπα εγώ, "πάμε να φύγουμε. Με τρομάζει τούτη η ερημιά, κι η θέα των σύννεφων και των γυμνών δέντρων σφίγγει την καρδιά μου με λύπη". Κι εκείνη μίλησε και είπε, "έχε υπομονή. Η ταραχή είναι η αρχή της γνώσης". Κοίταξα τότε γύρω μου και είδα μια οπτασία να προχωρά με χάρη προς εμάς και αμέσως ρώτησα, "ποια είναι τούτη η γυναίκα;"
Κι η Nιότη απάντησε, "αυτή εδώ που βλέπεις είναι του Δία η κόρη, της Tραγωδίας η Μούσα, η Μελπομένη". "Μακάρια Nιότη!" αναφώνησα τότε, "τι γυρεύει η Tραγωδία από μένα, όσο βρίσκεσαι στο πλάι μου εσύ;" Κι εκείνη μου αποκρίθηκε, "ήρθε να σου δείξει τη γη και τον πόνο της, γιατί όποιος δεν γνώρισε τον πόνο, δεν θα γνωρίσει ποτέ του και χαρά". Κι ένα χέρι άπλωσε τότε εμπρός στα μάτια μου το πνεύμα, κι όταν το τράβηξε, η Nιότη είχε χαθεί, κι εγώ βρισκόμουν μόνος, γυμνός από κάθε γήινο ντύμα. Αναφώνησα, "κόρη του Δία, που χάθηκε η Nιότη;" Εκείνη δεν απάντησε. Με πήρε κάτω από τα φτερά της και μ' ανέβασε σε μια υψηλή βουνοκορφή. Κάτω από τα πόδια μου είδα να απλώνεται η γη κι όλα όσα έκλεινε μέσα της, αραδιασμένα σάμπως σελίδες από βιβλίο, όπου ήταν γραμμένα τα μυστικά όλου του κόσμου. Στάθηκα γεμάτος φόβο και απεφάσισα να αποκρυπτογραφήσω τα σύμβολα της Ζωής. Κι είδα πράγματα φοβερά: τους Aγγέλους του Oυρανού να μάχονται με τους Δαίμονες της Δυστυχίας, κι ανάμεσα τους να στέκει ο Άνθρωπος, και να τον τραβά άλλοτε η Ελπίδα και άλλοτε η Απόγνωση. Είδα το Μίσος και την Αγάπη να παίζουν με του Ανθρώπου την καρδιά. Η Αγάπη να κρύβει την ενοχή του και να του παίρνει το νου με το κρασί της υποταγής, του επαίνου και της κολακείας. Το Μίσος να τον προσκαλεί, να σφραγίζει τα' αυτιά του και να τυφλώνει τα μάτια του εμπρός στην αλήθεια. Κι είδα την πόλη να ζαρώνει σαν ένα παιδί από τις φτωχογειτονιές της και ν' αρπάζεται από το ρούχο του γιου του Αδάμ. Κι είδα από μακριά τα όμορφα χωράφια να κλαινε για τον πόνο του ανθρώπου. Είδα τους ιερείς να αφρίζουν σαν πονηρές αλεπούδες και τους ψεύτικους μεσσίες να συνομωτούν ενάντια στην ευτυχία του ανθρώπου.
Κι είδα τον άνθρωπο να καλεί τη Σοφία για τη σωτηρία του, μα εκείνη δεν άκουγε τις κραυγές του, γιατί κάποτε την είχαν περιγελάσει όταν του μιλούσε στους δρόμους της πόλης. Κι είδα κήρυκες να στρέφουν το βλέμμα τους με λατρεία στους ουρανούς, ενώ οι καρδιές τους ήταν θαμμένες μέσα στους λάκκους της Απληστίας. Είδα τους νομοθέτες να φλυαρούν νωχελικά και να πουλούν τα εμπορεύματά τους στις αγορές της απάτης και της υποκρισίας. Είδα γιατρούς να παίζουν με τις ψυχές των απλοϊκών και των εύπιστων ανθρώπων. Είδα τους αμαθείς να κάθονται μαζί με τους σοφούς, να ανεβάζουν το παρελθόν τους στο θρόνο της δόξας, να καλλωπίζουν το παρών τους με τα ρούχα της χλιδής και να προετοιμάζουν το κρεβάτι της πολυτέλειας για το μέλλον. Είδα φτωχούς εξαθλιωμένους να σπέρνουν τον σπόρο και δυνατούς να θερίζουν την σοδειά τους και από κοντά το φόβο της τιμωρίας, που ψεύτικα τον ονομάζουν Νόμο, να στέκεται φρουρός. Είδα τους κλέφτες της Άγνοιας να λεηλατούν τους θησαυρούς της Γνώσης, ενώ οι φύλακες του φωτός είχαν χαθεί μέσα στο σκοτάδι της αδράνειας. Και είδα τις δυνάμεις της Γνώσης να πολιορκούν την πολιτεία των Κληρονομημένων Προνομίων αλλά ήταν πολύ λίγες αυτές οι δυνάμεις και σύντομα διαλύθηκαν.
Και είδα την Λευτεριά να περπατάει μόνη, χτυπώντας πόρτες, αναζητώντας καταφύγιο, αλλά κανένας δεν εισάκουγε την παράκλησή της. Έπειτα είδα την Ασωτία να βηματίζει με μεγαλοπρέπεια και το πλήθος να την ονομάζει Λευτεριά. Είδα την θρησκεία θαμμένη στα βιβλία, και την Αμφιβολία να στέκεται στη θέση της. Κι είδα τον Άνθρωπο να φορά τα ρούχα της Υπομονής αλλά ήταν το ντύμα της Δειλίας και να ονομάζει την παραίτηση Ανεκτικότητα και το φόβο Ευγένεια. Είδα τον εισβολέα να κάθεται και να τρωγοπίνει στο τραπέζι της Γνώσης και να μιλά ανόητα, ενώ οι καλεσμένοι σιωπούσαν. Είδα το χρυσάφι στα χέρια του σπάταλου, μέσο για τα άθλια χέρια του. Και στα χέρια του τσιγκούνη σαν δόλωμα για το μίσος αλλά στα χέρια του σοφού δεν είδα χρυσάφι. Όταν τα είδα όλα αυτά, φώναξα με πόνο, " Ω κόρη του Δία, είναι αυτή πραγματικά η Γη; είναι αυτός ο Άνθρωπος;" Με φωνή απαλή αλλά γεμάτη λύπη μου αποκρίθηκε, "αυτό που βλέπεις είναι το μονοπάτι της Ψυχής, κι είναι στρωμένο με κοφτερές πέτρες και γεμάτο αγκάθια. Αυτή είναι η σκιά του Ανθρώπου. Αυτή είναι η Νύχτα! Αλλά περίμενε! Σύντομα θα έρθει το Πρωί!"
Έπειτα, ακούμπησε απαλά το χέρι της πάνω στα βλέφαρα των ματιών μου, και όταν το τράβηξε, σαν θαύμα, ξανάδα την Νιότη να περπατάει δίπλα μου, και μπροστά από εμάς, οδηγήτρα στον δρόμο μας, να βαδίζει η Ελπίδα.»

Kahlil Gibran

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top