Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρομπέν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρομπέν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Ζητείται Ρομπέν...


Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια χώρα όχι και τόσο μακρινή. Η χώρα αυτή ήταν πολύ όμορφη, με πλούσια φύση, δένδρα, δάση, βουνά και θάλασσες. Το υπέδαφος της ήταν πλούσιο σε κοιτάσματα. Η ναυτιλία της ήταν από τις μεγαλύτερες του τότε γνωστού κόσμου. Πάρα πολύς κόσμος επισκέπτονταν τη χώρα αυτή για ξεκούραση και διακοπές, και πλήρωνε πλουσιοπάροχα τους κατοίκους της χώρας για να του επιτρέψουν να την επισκεφθεί. Ο ήλιος έλαμπε ολόκληρο το χρόνο, χαρίζοντας στους κατοίκους της χώρας ενέργεια και διάθεση.
Οι πλούσιοι βασιλιάδες των γειτονικών περιοχών εποφθαλμιούσαν για χρόνια ολόκληρα τα πλούτη της χώρας αυτής, και πάρα πολλές φορές προσπάθησαν να τα κλέψουν. Με διάφορα προσχήματα και εκμεταλλευόμενοι τις πολιτικές συνθήκες, κατάφεραν αρκετές φορές με το στρατό τους να εισβάλουν στα εδάφη της. Οι κάτοικοι όμως της χώρας κατάφερναν κάθε φορά με ηρωϊκές προσπάθειες να παίρνουν πίσω την ελευθερία τους, και να τους διώχνουν από τη γη τους.
Οι πλούσιοι βασιλιάδες όμως δεν μπορούσαν να βγάλουν από το μυαλό τους τα πλούτη της χώρας, και μέρα νύχτα σκεφτόντουσαν πως θα νικήσουν το λαό για να του κλέψουν τη γη του. Αφού δοκίμασαν άπειρες φορές με το δυνατό στρατό τους να κατακτήσουν τη χώρα, όταν κατάλαβαν ότι δεν θα τα κατάφερναν ποτέ, οργάνωσαν ένα σχέδιο.
Να χαρίσουν στους κατοίκους της χώρας πάρα πολλά δώρα, έτσι που οι κάτοικοί της να μην τους βλέπουν πια σαν κατακτητές, αλλά σαν φίλους. Και έτσι έκαναν. Ετσι, οι πλούσιοι βασιλιάδες με τα φλουριά τους, έβαλαν τους μάγους τους να φτιάξουν διάφορα μπιχλιμπίδια με πολλά κουμπάκια και λαμπάκια, και τους ντελάληδες να τα διαλαλήσουν στους κατοίκους της χώρας ότι τα μπιχλιμπίδια θα έκαναν τη ζωή των κατοίκων πολύ πιο άνετη και ωραία από όσο ήταν σήμερα.
Η μεγαλύτερη εφεύρεση των μάγων ήταν ένα μαγικό κουτί το οποίο εμφάνιζε εικόνες ανθρώπων να μιλούν και να δίνουν συμβουλές για το πως πρέπει οι κάτοικοι να ντύνονται, πως να φέρονται, και πως να σκέφτονται "σωστά".
Οι κάτοικοι θαμπωμένοι από το μαγικό κουτί έπεσαν στην παγίδα, και όρμηξαν στα μπιχλιμπίδια με μανία, προσπαθώντας να αποκτήσουν ο καθένας όσο περισσότερα μπορούσε. Ειδικά φρόντισαν να αποκτήσουν ο καθένας από τουλάχιστον ένα μαγικό κουτί. Η καθημερινή λήψη αποφάσεων τους είχε κουράσει, και το μαγικό κουτί που έπαιρνε αποφάσεις για λογαριασμό τους ήταν ότι έπρεπε για να τους απαλλάξει από την κουραστική αυτή υποχρέωση και να τους αφήσει να χαρούν τη ζωή τους χωρίς προβληματισμούς.
Εκτός από τους μάγους, οι βασιλιάδες έστειλαν πολλούς κλόουν που έκαναν απίθανα πράγματα, ακροβάτες που μπορούσαν να κλοτσούν μπάλες μερόνυχτα ολόκληρα χωρίς να πέφτουν κάτω, τραγουδοποιούς για κάθε γούστο, αρλεκίνους που έλεγαν ξεκαρδιστικά ανέκδοτα, και άλλους πολλούς, και κάθε τόσο διοργάνωναν γιορτές, στις οποίες συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι μετά από παρότρυνση του μαγικού κουτιού.
Ετσι περνούσαν τα χρόνια, και οι κάτοικοι της χώρας βυθίστηκαν σε μια ζωή γεμάτη ανέσεις, δεν εργάζονταν πια τόσο σκληρά, και κρατούσαν το μυαλό τους ξεκούραστο αφού το μαγικό κουτί τους υποδείκνυε κάθε φορά τη σωστή απόφαση.
Οταν οι βασιλιάδες θεώρησαν ότι ήρθε ο χρόνος, έστειλαν έναν ακόμα θίασο. Αυτός όμως δεν ήταν θίασος διασκέδασης. Ηταν θίασος εισβολής. Οι βασιλιάδες έδωσαν σε μερικούς κατοίκους πολλά χρυσά φλουριά να αγοράσουν ότι μπιχλιμπίδια τράβαγε η ψυχή τους, και τους έπεισαν να γίνουν φίλοι με τα μέλη του θιάσου. Και τους έβαλαν να υποστηρίζουν ότι τα μέλη του θιάσου ήταν τα καταλληλότερα να γίνουν βασιλιάδες της χώρας. Και τους υποσχέθηκαν ότι όταν ο θίασος θα αποκτήσει τη βασιλεία, θα έχουν ακόμα περισσότερα φλουριά, να αγοράσουν ακόμα περισσότερα μπιχλιμπίδια.
Και έτσι ξεκίνησε μια συντονισμένη εκστρατεία από τα μέλη του θιάσου, τους κατοίκους που πήραν τα φλουριά, και βεβαίως του μαγικού κουτιού, να πείσουν το λαό της χώρας ότι πρέπει να διώξουν το βασιλιά και να κάνουν βασιλιά τον αρχηγό του θιάσου. Ο δε αρχηγός του θιάσου, ένας ικανότατος ψεύτης, υπόσχονταν στους κατοίκους ζωή με ακόμα μεγαλύτερες ανέσεις, και πολύ περισσότερα μπιχλιμπίδια.
Και οι κάτοικοι, οι οποίοι είχαν πάψει από πολλού να παίρνουν αποφάσεις, και η σκέψη είχε γίνει πια γι αυτούς πολύ επίπονη, υποστήριξαν θερμά την εκστρατεία, και καθαίρεσαν τον παλιό βασιλιά και έκαναν βασιλιά τους τον αρχηγό του θιάσου.
Μόλις όμως έκαναν βασιλιά τον αρχηγό του θιάσου, διαπίστωσαν με τρόμο ότι ο νέος τους Βασιλιάς δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει τις υποσχέσεις που είχε δώσει. Αντίθετα, μόλις πήρε στα χέρια του την εξουσία άρχισε να πουλάει πράγματα που ανήκαν στους κατοίκους όπως τη βρύση του χωριού, το δημόσιο γάϊδαρο που μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι που δεν είχαν δικό τους.
Οι κάτοικοι είχαν προβληματιστεί. Κάθε βράδυ όμως συμβουλεύονταν το μαγικό κουτί, και εκείνο τους έλεγε ότι όλα ήταν μια χαρά, και ότι η βρύση πουλήθηκε γιατί το νερό δεν ήταν καλό, και ο γάιδαρος γιατί έτρωγε πολύ σανό. Και ο θίασος έδινε χρυσά φλουριά σε όλους. Και έτσι πείθονταν οι κάτοικοι ότι όλα γίνονταν προς όφελός τους. Και κοιμόνταν ήσυχοι.
Μια μέρα, ο νέος βασιλιάς αποφάσισε να δανειστεί από τους πλούσιους βασιλιάδες για λογαριασμό των κατοίκων. Οι κάτοικοι θα έπρεπε να επιστρέψουν τα φλουριά που δανείστηκαν με τόκους. Και τα φλουριά του δανείου τα μοίρασε στους κάτοικους, δίνοντας προτεραιότητα στους φίλους του. Κράτησε και ο ίδιος πολλά. Οι κάτοικοι χάρηκαν που για μια ακόμα φορά μπορούσαν να αγοράζουν πολλα μπιχλιμπίδια, και καινούρια μαγικά κουτιά, πιο μεγάλα, πιο χρωματιστά, που αποφάσιζαν για όλο και περισσότερα θέματα. Και έδιναν τα φλουριά που δανείστηκαν με τόκο πίσω στους πλούσιους βασιλιάδες, γιατί αυτοί πουλούσαν και τα κουτιά και τα μπιχλιμπίδια.
Εφτασε όμως μια μέρα που οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να επιστρέψουν τα φλουριά που είχαν δανειστεί, καθώς τα είχαν ήδη δώσει στους πλούσιους βασιλιάδες. Ο Βασιλιάς της χώρας (ο αρχηγός του θιάσου) που ήταν φίλος με τους πλούσιους βασιλιάδες των άλλων χωρών, πήρε τη γενναία απόφαση να δανειστεί για λογαριασμό των κατοίκων κι άλλα φλουριά για να πληρώσει τα φλουριά που ήδη χρωστούσαν οι κάτοικοι.
Οι πλούσιοι βασιλιάδες το έπαιξαν στην αρχή λίγο δύσκολοι, απαίτησαν να μπει υποθήκη η χώρα για να εξασφαλίσουν τα φλουριά τους, και όταν βεβαιώθηκαν ότι οι τόκοι ήταν τόσοι πολλοί που οι κάτοικοι δεν υπήρχε περίπτωση να τους πληρώσουν, δέχθηκαν να δώσουν τα επιπλέον φλουριά.
Ο νέος βασιλιάς αφού έπεισε τους κατοίκους ότι τα κοιτάσματα που υπήρχαν στη χώρα δεν υπήρχαν, τους μάλωσε γιατί δανείστηκαν τόσα φλουριά μόνο και μόνο για να καλοπεράσουν και τους ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει να απαιτεί φόρους για να πληρωθούν τα χρέη τους. Και ξεκίνησε να στέλνει τον σερίφη με τους στρατιώτες, να μπαίνει στα σπίτια των κατοίκων, να τους παίρνει όσα φλουριά τους είχαν απομείνει και αφού κρατούσε για τον εαυτό του αρκετά, τα άλλα τα έδινε στους φίλους του τους πλούσιους βασιλιάδες των γειτονικών χωρών. Ελεγε δε στους κάτοικους ότι τα φλουριά δεν έφταναν, και ότι θα έπρεπε εκτός από τη βρύση και το γάιδαρο να πουλήσουν και άλλα πράγματα ώστε να ξεπληρώσουν τα φλουριά που πήραν. Αφού τους βοήθησε με τη βοήθεια του μαγικού κουτιού να αποφασίσουν ότι έχει δίκιο, άρχισε να πουλάει την γη της χώρας.
Οι κάτοικοι σοκαρίστηκαν από αυτή τη νέα κατάσταση που βρέθηκαν, δεν έκαναν όμως τίποτα, γιατί το μαγικό κουτί τους έλεγε ότι πρέπει να ξεπληρώσουν το χρέος, και ότι αυτοί οι ίδιοι έφταιγαν που δέχθηκαν τα φλουριά και τα μπιχλιμπίδια. Και έτσι δεν αντιδρούσαν όταν οι στρατιώτες έμπαιναν στο σπίτι του γείτονα, και ήλπιζαν ότι δεν θα ζήσουν οι ίδιοι τέτοιες φρικτές στιγμές, και ότι θα γλίτωναν από τη μανία του νέου Βασιλιά.
Οταν οι βασιλιάδες βεβαιώθηκαν ότι οι κάτοικοι της χώρας δεν θα πολεμούσαν όπως τις προηγούμενες φορές, πέρασαν στο τελικό στάδιο του σχεδίου τους. Ζήτησαν από τους κάτοικους να επιστρέψουν τα φλουριά, και επειδή φυσικά οι κάτοικοι δεν τα είχαν, αφού τα περισσότερα τα είχαν επιστρέψει στους πλούσιους βασιλιάδες ανταλλάσσοντας τα με μπιχλιμπίδια και μαγικά κουτιά ενώ τα υπόλοιπα τους τα είχε πάρει ο δικός τους βασιλιάς, τους έπεισαν να εργάζονται σκληρά χωρίς πληρωμή, κρατώντας όλα τα φλουριά δικά τους. Φρόντιζαν δε να μην μειώνεται το ποσό των φλουριών που χρωστούσαν οι κάτοικοι, ώστε να τους έχουν δούλους για πάντα.
Κι όσο για τη χώρα, δεν τους ενδιέφερε πως την ονόμαζαν οι κάτοικοι, αφού πια ήταν δική τους...

Πηγή: http://thalamofilakas.blogspot.com/

Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Η επιστροφή του Ρομπέν των Δασών...


Ο Νεντ Κένι, ο επίμονος, αξιοπρεπής επιθεωρητής της αστυνομίας που ακολουθεί τα ίχνη του Μάρτιν Κέιχιλ, αντιλαμβάνεται το σκοπό του και ενοχλείται: «Τι παριστάνεις, βρε κάθαρμα;», του λέει, «τον Ρομπέν των Δασών;». Ο ήρωας της ταινίας του Τζον Μπούρμαν «Ο στρατηγός» είναι και τα δύο: ήρωας και παλιάνθρωπος. Ο Μάρτιν Κέιχιλ, υπαρκτό πρόσωπο, που έπεσε νεκρός, στο Δουβλίνο, το 1994, από τις σφαίρες ενός εκτελεστή του IRA, ήταν, σύμφωνα με την εκδοχή του Βρετανού σκηνοθέτη, ένας σύγχρονος βασιλιάς Αρθούρος με καπιτονέ μπουφάν. Το δικό του Κάμελοτ, ένα «παλάτι» από γκλασαρισμένο βελουτέ χαρτί για ταπετσαρία τοίχου. Λαϊκός ήρωας, μορφή σύνθετη, σκοτεινή και ποτέ εντελώς συμπαθητική. Συμπεριφέρεται έντιμα στη συμμορία του, μοιράζει δίκαια τα κλοπιμαία, δεν παίρνει ναρκωτικά, δεν πίνει, δεν καπνίζει.

Ο 32χρονος Ισπανός Ενρίκ Ντούραν, αυτοαποκαλείται Ρόμπιν Μπανκ, κλέβει (με τραπεζική απάτη) από του πλούσιους και τα δίνει στους φτωχούς. Κι αν όχι, ακριβώς, στους φτωχούς, σε ομάδες ακτιβιστών που είναι ορκισμένοι εχθροί του τραπεζικού συστήματος. «Εκλεψα 492.000 ευρώ από αυτούς που μας κλέβουν πιο πολύ απ’ όλους για να καταδικάσω τις πρακτικές τους και να δημιουργήσω εναλλακτικά κοινωνικά μοντέλα», γράφει ο Ντούραν στο freepress περιοδικό του «Κρίση», το οποίο προτείνει «συνταγές επιβίωσης» για όσους δοκιμάζονται από την οικονομική κρίση που πλήττει (και) την Ισπανία.
Κουκουλοφόροι - αντιεξουσιαστές, αγνώστων λοιπών στοιχείων, εισέβαλαν πριν από λίγους μήνες σε σούπερ μάρκετ των Αθηνών, γέμισαν τα καρότσια με διάφορα είδη και άρχισαν να τα μοιράζουν στους περαστικούς, πετώντας, παράλληλα, φέιγ βολάν με συνθήματα κατά της ακρίβειας... Τους έχουν βαφτίσει «Ρομπέν των Δασών».
Κι αν τα παραδείγματα αυτά θεωρούνται εκτός νόμου, η επικαιρότητα προσφέρει και σύννομες εκδοχές του αρχετυπικού Αγγλου μεσαιωνικού ήρωα. Οπως τον Μοχάμεντ Γιουνούς (Νόμπελ Ειρήνης 2006) ο οποίος κατάφερε να στήσει μια «τράπεζα για τους φτωχούς», παρέχοντας μικρά δάνεια χωρίς εγγυήσεις και βοηθώντας έτσι εκατομμύρια ανθρώπους να ξεφύγουν από την ανέχεια. Αυτή η ανορθόδοξη για το τραπεζικό σύστημα τακτική όχι μόνο δεν οδήγησε τον ίδιο στη χρεοκοπία αλλά τον έφερε επικεφαλής ενός υγιέστατου χρηματοπιστωτικού οργανισμού με μεγάλο δίκτυο παραρτημάτων. Η 69χρονη Μαρίνα Περδικάρη μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Praksis» αναδιανέμει φάρμακα που περισσεύουν ή ξεμένουν από αλλαγές θεραπείας στους «μη έχοντες»: μετανάστες, απόκληρους, άστεγους... όσους, εν γένει, δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Μοναχικές προσπάθειες, που πυκνώνουν. Για κάποιους, αφελείς πρακτικές για άλλους, ένα αποφασιστικό βήμα δικαιοσύνης σε ένα σύστημα συγκεντρωμένο (και εθισμένο) στον πλουτισμό που ενεργοποιείται μόνο όταν καταρρέουν οικονομικοί κολοσσοί. Κινήσεις, κυρίως συμβολικές, που ανακουφίζουν την κοινωνική δυσφορία αλλά όχι τη φτώχεια. Ακόμη και στην περίπτωση του Γιουνούς, που έχει τη μεγαλύτερη εμβέλεια, θαυμάζουμε τον συνδυασμό ευφυΐας και ανθρωπιάς και αξιολογούμε τα αποτελέσματα βάσει της ίδιας της πράξης. Πόσο να περιοριστεί η ανέχεια σε έναν κόσμο που την αναπαράγει με μη ελεγχόμενους ρυθμούς; Οι σύγχρονοι Ρομπέν των Δασών αναλαμβάνουν δράση σε ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό από το δάσος του Σέργουντ ενώ ο Σερίφης του Νότιγχαμ δεν αποτελεί εξαίρεση... Η κοινωνική δικαιοσύνη που οραματίζεται ο Ρόμπιν Χουντ περιγράφεται συχνά και ως αγαθοεργία. Μόνο που η έννοια αυτή σήμερα αν δεν είναι θολή είναι απολύτως αλλοιωμένη.
Ο Αλέξις ντε Τοκβίλ, τον 19ο αιώνα, στο «Μνημόνιο για τη φτώχεια» (εκδ. Πόλις) γράφει: «Υπάρχουν δύο είδη αγαθοεργίας –η πρώτη οδηγεί κάθε άτομο στο να ανακουφίζει, ανάλογα με τις δυνατότητές του, τα δεινά που βρίσκονται στην εμβέλειά του. Είναι τόσο παλιά όσο και ο κόσμος –άρχισε μαζί με τα βάσανα του ανθρώπου– ο χριστιανισμός την ανήγαγε σε θεία αρετή και την ονόμασε ελεημοσύνη. Η άλλη, λιγότερο ενστικτώδης, πιο ορθολογική, λιγότερο ενθουσιώδης και συχνά πιο ισχυρή, οδηγεί την ίδια την κοινωνία στο να ασχολείται με τη δυστυχία των μελών της και να φροντίζει συστηματικά να ανακουφίζει τον πόνο τους. Αυτή γεννήθηκε από τον προτεσταντισμό και αναπτύχθηκε μόνο στις σύγχρονες κοινωνίες».
Στις αρχές του 21ου αιώνα, η κατάσταση είναι εκρηκτική. Καμιά κοινωνία δεν έχει το χρόνο και τη διάθεση να ρίξει «ένα βλέμμα στον εαυτό της, να εξετάζει κάθε μέρα τις πληγές της και να προσπαθεί να τις επουλώσει», όπως λέει ο Τοκβίλ. Θα συμφωνούσαμε μαζί του ότι ενώ στους πλούσιους διασφαλίζεται η απόλαυση των αγαθών τους, στους φτωχούς επιβάλλεται η υπέρμετρη δυστυχία, αν μπορούσαμε να ορίσουμε με την ίδια ευκολία τη «φτώχεια» όσο και τον «πλούτο». Στην Ελλάδα, πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν ήδη πως οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα όφειλαν να μελετήσουν τη «νέα ταξικότητα της ελληνικής κοινωνίας». Ποιοι ευημερούν, πόσοι πιέζονται ασφυκτικά, πόσοι υποβαθμίζονται καθημερινά, πού ανιχνεύεται (και αν) η μεσαία τάξη, πώς διαφορφώνονται, πού και πώς εκφράζονται οι νέες διαστρωματώσεις. Η πολιτική σκηνή φιλοξενεί δεκαετίες τώρα τους ίδιους πρωταγωνιστές και ενώ ο πληθυσμός εμπλουτίζεται, μετακινείται, αλλάζει σύνθεση, ύφος και ανάγκες, τα πολιτικά κόμματα παραμένουν άκαμπτα και αμετακίνητα. Εξωθεσμικοί παράγοντες και οργανώσεις δραστηριοποιούνται, αναλαμβάνοντας μια ιδιότυπη αναδιανομή του πλούτου με αυτοσχέδιες κοινωνικές παροχές. Θα επιβραδύνουν, άραγε, την επερχόμενη χιονοστιβάδα που ο νεαρός μπλόγκερ εκφράζει χωρίς περιστροφές κάτω από την είδηση «οι αντιεξουσιαστές Ρομπέν των Δασών χτυπούν σε σούπερ μάρκετ του Αγ. Παντελεήμονα»; «Σε λίγα χρόνια δεν θα κλέβουμε για ακτιβισμό αλλά για να ζήσουμε...».
Οι αντιδράσεις είναι, προς το παρόν, μεμονωμένες και δεν συνθέτουν τάση. Η κίνηση μοιάζει μάλλον με ανάδευση. Οσο όμως η φαυλότητα και η αναλγησία αυξάνουν, όσο η δυστυχία και η ανέχεια μεγαλώνουν, τόσο οι πρωτοβουλίες θα αποκτούν ρυθμό, ένταση και σώμα. Η διστακτική επιθυμία εύκολα ματαιώνεται. Η οργή όμως ξεσπάει απρόβλεπτα. Και το κυριότερο, δεν έχει επιστροφή.

Πηγή: Καθημερινή- Μαρία Κατσουνάκη

Διαβάστε περισσότερα...
 
back to top