Η διαφάνεια των ενεργειών της Διοίκησης είναι προϋπόθεση για να ελέγξει κανείς τη νοµιµότητα των αποφάσεών της. Ένας από τους τρόπους διασφάλισης της διαφάνειας είναι η πρόσβαση στα στοιχεία του κάθε φακέλου που διατηρεί η διοίκηση. Ωστόσο, υπάρχουν περιορισµοί και υπήρξαν και υπάρχουν αρκετά ερµηνευτικά ζητήµατα ως προς το ποιους αφορά και τι είδους έγγραφα είναι προσβάσιµα σε όλους. Γι' αυτό, σε ό,τι αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, επειδή η ανάγκη διαφάνειας είναι επιτακτικότερη και η διάχυση της πληροφορίας επιβεβληµένη, µιας και είναι κρίσιµο να γνωρίζουµε την κατάσταση του περιβάλλοντος, όχι µόνο στις περιπτώσεις που πρέπει να ληφθεί απόφαση για ένα νέο έργο ή δραστηριότητα αλλά και για τη λήψη µέτρων για τη βελτίωση εκείνων των στοιχείων που συµβάλλουν στην υποβάθµιση του περιβάλλοντος.
Η Σύµβαση του Άαρχους που κυρώθηκε µε το Ν.3422/2005 και η Οδηγία 2003/4/ΕΚ που ενσωµατώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο µε την ΚΥΑ Η.Π. 11764/653/2006 (ΦΕΚ Β 327/17.3.2006) θεσπίζουν ένα ειδικότερο πλαίσιο που αφορά την πρόσβαση των πολιτών στις πληροφορίες που σχετίζονται µε το περιβάλλον και έχουν στη διάθεσή τους οι δηµόσιες αρχές (και οι φορείς του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα) αλλά και µη δηµόσιοι φορείς, ακόµη και φυσικά πρόσωπα, που, όµως, κατέχουν τέτοιες πληροφορίες για λογαριασµό των δηµοσίων αρχών. Επεκτείνεται, δηλαδή, το εύρος των υπόχρεων να παράσχουν την περιβαλλοντική πληροφορία.
Πρέπει να επισηµανθεί ότι η περιβαλλοντική πληροφόρηση δεν περιορίζεται µόνο στα αµιγώς επιστηµονικά στοιχεία που σχετίζονται µε το περιβάλλον (όπως π.χ. η συγκέντρωση ρυπαντών κ.ά.), αλλά επεκτείνεται τόσο σε ζητήµατα που σχετίζονται µε περιοχές που έχουν συγκεκριµένα χαρακτηριστικά ή λόγω της θέσης τους, χωρίς να αποτελεί προϋπόθεση να έχουν χαρακτηριστεί προστατευόµενες (όπως π.χ. οι παράκτιες περιοχές ή το τοπίο) όσο και σε κάθε µέτρο, ή έγγραφο που σχετίζεται µε την προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. διοικητικά µέτρα, νοµοθεσία, περιβαλλοντικές εκθέσεις, οικονοµικές αναλύσεις, συµφωνίες). Ειδικά σε ό,τι αφορά το τελευταίο, δεν είναι απαραίτητο να αφορούν ευθέως το περιβάλλον αλλά και στις περιπτώσεις που υπάρχει απλά ενδεχόµενο να επηρεαστεί. Περιβαλλοντική πληροφορία, επίσης, προφανώς εµπεριέχεται στις Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ή άλλων ειδικών περιβαλλοντικών µελετών που εκπονούνται στο πλαίσιο εκτίµησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για έργα ή δραστηριότητες, ενώ ενδέχεται να περιλαµβάνεται περιβαλλοντική πληροφορία και σε γνώµες ή αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο δηµόσιας διαβούλευσης κατά την περιβαλλοντική διαδικασία.
Ιδιαίτερα σηµαντικό είναι το γεγονός ότι δεν απαιτείται η αίτηση πολίτη για να παρασχεθεί η περιβαλλοντική πληροφορία. Οι αρχές οφείλουν να δηµοσιοποιούν τις πληροφορίες που διαθέτουν, αλλά και να ορίζουν υπαλλήλους υπεύθυνους για τη σχετική ενηµέρωση, να καθιερώσουν ειδικό µητρώο και χώρο για αυτού του είδους τις πληροφορίες. Η χρήση νέων τεχνολογιών επιβάλλεται. Ωστόσο, οι ελληνικές δηµόσιες αρχές καθώς και οι µη δηµόσιοι φορείς που εµπίπτουν στις διατάξεις των παραπάνω νοµοθετηµάτων ελάχιστες φορές, και τις περισσότερες καθόλου, δεν έχουν κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή. Επειδή, µάλιστα, η πληροφορία εκτός από εύκολα προσβάσιµη πρέπει να είναι και συγκρίσιµη θα πρέπει να τεθούν προδιαγραφές όχι µόνο ως προς τον τρόπο συλλογής της αρχικής πληροφορίας αλλά να καταχωρείται µε τον ίδιο τρόπο ή τρόπους. Στο πλαίσιο συµµόρφωσης µε τα παραπάνω νοµικά κείµενα, που ως κύρωση διεθνούς σύµβασης και ως εφαρµογή ευρωπαϊκής νοµοθεσίας έχουν αυξηµένη νοµική ισχύ έναντι των όποιων άλλων διατάξεων έχουν θεσπιστεί σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει το αρµόδιο υπουργείο να προχωρήσει στη θέσπιση των προδιαγραφών και ενδεχοµένως, εκτός του δηµιουργίας κεντρικής βάσης δεδοµένων, και ενός portal µε την αντίστοιχη, σε κάθε περίπτωση, γεωχωρική πληροφορία (ίσως να µπορούσε να συνδυαστεί µε την εφαρµογή της Οδηγίας INSPIRE). Βεβαίως για ζητήµατα που σχετίζονται π.χ. µε τις παράκτιες περιοχές και το τοπίο, πρέπει εκτός από τα παραπάνω είτε να συµπληρωθεί το αντίστοιχο νοµικό πλαίσιο προστασίας τους, είτε να προχωρήσουν στην εφαρµογή του ήδη ισχύοντος προκειµένου να υπάρχει η σχετική πληροφορία που σήµερα είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Πάντως ο κάθε ενδιαφερόµενος µπορεί µε γραπτή αίτησή του να ζητήσει την παροχή της σχετικής περιβαλλοντικής πληροφορίας. Η δηµόσια αρχή είναι υποχρεωµένη να του τη χορηγήσει το αργότερο σε διάστηµα 20 ηµερών, ή το αργότερο σε 2 µήνες λόγω του όγκου της πληροφορίας. Με την κατάθεση της αίτησης πρέπει να ενηµερώνεται και για τα ένδικα µέσα που έχει στη διάθεσή του ο ενδιαφερόµενος. Σε κάθε περίπτωση, µπορεί ο ενδιαφερόµενος να λάβει γνώση της πληροφορίας και επί τόπου.
Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις που η Διοίκηση µπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση (αόριστο αίτηµα, ηµιτελή στοιχεία ή κείµενα, εσωτερική επικοινωνία των υπηρεσιών) ή µπορεί να παραπέµψει σε άλλο φορέα που έχει διαθέσει ήδη τα στοιχεία π.χ. µέσω διαδικτύου, ενώ παράλληλα ισχύουν κάποιοι περιορισµοί στη χορήγηση στοιχείων όταν αυτά σχετίζονται µε εµπιστευτικές συνεδριάσεις Υπουργικού Συµβουλίου, διεθνείς σχέσεις, εθνική ασφάλεια, λειτουργία της Δικαιοσύνης, εµπορικό και βιοµηχανικό απόρρητο, πνευµατικά δικαιώµατα, προσωπικά δεδοµένα. Τα περισσότερα ερµηνευτικά ζητήµατα συνδέονται µε τις έννοιες των εµπορικών και βιοµηχανικών απορρήτων και τα πνευµατικά δικαιώµατα και πρέπει αφενός να εξετάζονται κατά περίπτωση και αφετέρου να αιτιολογείται για ποιο λόγο η µη χορήγηση εµπίπτει στους παραπάνω περιορισµούς και όχι να γίνεται απλή επίκληση τους. Σηµαντικό είναι, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση C 204/2009) έκρινε ότι «η Σύµβαση και η οδηγία αποτυπώνουν τη βούληση για διασφάλιση υψηλού βαθµού διαφάνειας. Εν αµφιβολία η οδηγία πρέπει να ερµηνεύεται υπέρ της διαφάνειας και της προσβάσεως στην πληροφορία…» και ότι «…οι λόγοι αποκλεισµού της δηµοσιότητας να ερµηνεύονται συσταλτικώς».
Μπορεί το σχετικό νοµοθετικό πλαίσιο να ισχύει αλλά επειδή η πληροφορία έχει χρησιµότητα όταν µπορεί να συνδυαστεί µε άλλη πληροφορία και να συγκριθεί ή εν γένει συσχετιστεί, στην πράξη θεωρώ πως δεν έχει επιτευχθεί ο σκοπός θέσπισης του παραπάνω πλαισίου, εκτός µεµονωµένων περιπτώσεων που ακόµη και στις µεµονωµένες περιπτώσεις συχνά δηµιουργούνται προσκόµµατα στην πρόσβαση σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Η ενοποίηση/διασύνδεση της υπάρχουσας πληροφορίας είναι το πρώτο βήµα που θα πρέπει να γίνει. Και θα πρέπει να αποσαφηνιστούν, κατά το δυνατόν, ζητήµατα που σχετίζονται µε το εµπορικό και βιοµηχανικό απόρρητο και τα πνευµατικά δικαιώµατα.
Νίκος Βίττης Ειδικός Επιστήµονας στο Συνήγορο του Πολίτη
Νίκος Βίττης Ειδικός Επιστήµονας στο Συνήγορο του Πολίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου