Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία για να ρίξει τα δίχτυα του. Ξέρει πως όταν βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία για να φάνε αχιβάδες, γι’αυτο πάντα ρίχνει τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.
Αυτή τη νύχτα, όπως πάει να μπει στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ σκληρό στον πάτο της θάλασσας.
Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι πράγματι κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μία σακούλα.
Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει: »Ποιός ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα στην παραλία;» και αμέσως διορθώνει: »στην δική μου παραλία.». Σκύβει λοιπόν, πιάνει τη σακούλα, και τη βγάζει απο το νερό.
Είναι θεοσκότεινα…Βγάζει το σουγιά του, ανοίγει τη σακούλα και ψαχουλεύει. έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες.
Ενστικτωδώς παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του και την πετάει με δύναμη στην θάλασσα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλούπ! Μετά αρχίζει να τις εκσφενδονίζει δύο δύο και ακούει πλουπ-πλαφ! Διασκεδάζει..Ακούει τους διαφορετικούς ήχους, πετάει πέτρες, υπολογίζει τον χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει και με κλειστά μάτια και συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.
Μέχρι που βγαίνει ο ήλιος. Ο ψαράς ψαχουλεύει και βρίσκει μονάχα μία πέτρα μέσα στη σακούλα. Ετοιμάζεται λοιπόν να την πετάξει πιο μακριά απο τις άλλες, γιατί είναι η τελευταία και έχει βγει ήδη ο ήλιος. Και όπως τεντώνει το χέρι του προς τα πίσω για να τη πετάξει με όλη του την δύναμη, αρχίζει να φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια μεταλλική λάμψη που του τραβάει τη προσοχή.
Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο μέσα απο τη βρομιά που την καλύπτει. Την τρίβει ο ψαράς και η πέτρα αρχίζει να λάμπει ακόμη πιο πολύ. Συνειδητοποιεί οτι η πέτρα είναι απο καθαρό χρυσάφι. Μια πέτρα απο ατόφιο χρυσάφι σε μέγεθος πορτοκαλιού! Η χαρά του σβήνει όμως μόλις σκέφτεται οτι η πέτρα αυτή είναι σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε στη θάλασσα.
Και σκέφτεται:»Τί χαζός που ήμουνα!»
Είχε στα χέρια του μία σακούλα γεμάτη πέτρες απο χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα γιατί του άρεσε να ακούει τον ηλίθιο θόρυβο που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό..Αρχίζει τότε να οδύρεται , να κλαίει και να θρηνεί..να λυπάται για τις χαμένες πέτρες..Και να σκέφτεται πως είναι άτυχος, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος..είναι τρελός, είναι ηλίθιος..
Ο ήλιος έχει πια ανατείλει. Και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει ακόμη την πέτρα…συνειδητοποιεί πως ο ήλιος θα μπορούσε να έχει αργήσει ένα δευτερόλεπτο ακόμη ή εκείνος θα μπορούσε να είχε ρίξει την πέτρα πιο γρήγορα, και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για τον θησαυρό που έχει τώρα στα χέρια του.
Αντιλαμβάνεται τελικά οτι κατέχει ένα θησαυρό και αυτός ο θησαυρός είναι απο μόνος του μια τεράστια περιουσία για έναν φτωχό ψαρά όπως εκείνος. Αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι που μπορεί να κρατήσει τον θησαυρό που έχει ακόμη στα χέρια του.
Μακάρι να μπορούσαμε να είμαστε πάντα τόσο σοφοί ώστε να μην κλαίμε για τις πέτρες, τις ευκαιρίες, που απροετοίμαστοι ίσως τις πετάξαμε, τις χαραμίσαμε, τα πράγματα εκείνα που έφερε η θάλασσα και τα πήρε μετά..Μακάρι να είμαστε έτοιμοι να δούμε την λάμψη στις πέτρες που έχουμε στα χέρια μας και να μπορούμε να τις χαιρόμαστε για την υπόλοιπη ζωή μας.
Χόρχε Μπουκάι
Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου