Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Να δρομολογήσουμε τη χρηματοοικονομική αποπαγκοσμιοποίηση...


Οι ξένοι επενδυτές -με προεξάρχουσες τις γαλλικές και τις γερμανικές τράπεζες- κατέχουν το 70% του ελληνικού χρέους. Το γεγονός αυτό θέτει υπό την κηδεμονία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων την πολιτική που ασκείται στη χώρα. Επιπλέον, το φαινόμενο ενδέχεται να επεκταθεί στην Ισπανία, στην Ιταλία ή στην Πορτογαλία. Ωστόσο, υπάρχει τρόπος να διασφαλίσουμε την εθνική κυριαρχία μιας χώρας: με την επανεθνικοποίηση του χρέους.
Το δίλημμα των Γάλλων μπροστά στο ευρω-σύνταγμα ήταν κατά κάποιον τρόπο προφητικό. Ακολουθώντας τη λογική που αποτελεί πάντα το κύριο χαρακτηριστικό ενός στημένου διαλόγου, με τον σάλο που έχει πυροδοτήσει η ελληνική κρίση επιχειρείται επιμελώς ο πλήρης διαχωρισμός των ερωτημάτων που εγείρονται. Από τη μία πλευρά μπορούν να τεθούν τα ανώδυνα ερωτήματα και, από την άλλη, τα πολύ ενοχλητικά που πρέπει να αποφευχθούν, ιδίως όσο αφορούν το ζήτημα της χρηματοδότησης των δημόσιων ελλειμμάτων. Μάλιστα, ως προς το τελευταίο, οι ευρωπαϊκές συνθήκες θεωρούν το ζήτημα λήξαν: η χρηματοδότηση θα πραγματοποιηθεί αποκλειστικά στις χρηματαγορές, κάτω από την εποπτεία των διεθνών επενδυτών, και με κανέναν άλλο τρόπο. Ομως, απλώς και μόνο η παρατήρηση των ζημιών που συνεπάγεται το γεγονός ότι τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας βρίσκονται εκτεθειμένα στις αγορές ομολόγων, θα μπορούσε να μας παρακινήσει στη διερεύνηση κι άλλων λύσεων, λιγότερο καταστροφικών, όπως είναι, για παράδειγμα, η προσφυγή στη νομισματική χρηματοδότηση των ελλειμμάτων (1).
Θα μπορούσε, επίσης, να μας προβληματίσει σχετικά με την εξαιρετικά ιδιόμορφη περίπτωση της Ιαπωνίας, μιας χώρας καταχρεωμένης στον ύψιστο βαθμό, η οποία, ωστόσο, δεν εμφανίζεται πουθενά στη λίστα κρατικών χρεών σε κρίση. Γιατί, όσος θόρυβος κι αν έχει γίνει για το ελληνικό χρέος, το ύψος του (270 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή 113% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) το 2009, με πρόβλεψη να φτάσει το 130% του ΑΕΠ το 2010) μπορεί να θεωρηθεί εξαιρετικά χαμηλό σε σύγκριση με το ιαπωνικό (200% του ΑΕΠ το 2010). Πράγματι, ανάμεσα σε όλες τις χώρες του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), η Ιαπωνία κατέχει ένα θλιβερό ρεκόρ σε αυτόν τον τομέα. Πώς εξηγείται, λοιπόν, το γεγονός ότι οι διεθνείς επενδυτές αδιαφορούν για το υψηλότερο δημόσιο χρέος στον κόσμο, το οποίο συνοδεύεται κι από μία εμφανώς μειωμένη φερεγγυότητα -αν υιοθετήσουμε ως κριτήριο το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ;

Εγχώριοι αποταμιευτές
Η απάντηση είναι κάτι παραπάνω από απλή: Οι διεθνείς επενδυτές δεν έχουν στην κατοχή τους τίτλους του ιαπωνικού δημόσιου χρέους. Πράγματι, σχεδόν όλο το χρέος (ποσοστό που υπερβαίνει το 95%) βρίσκεται στα χέρια ντόπιων αποταμιευτών. Ακριβώς αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, στην Ιαπωνία παρατηρείται ένα εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, το οποίο επαρκεί σε μεγάλο βαθμό για να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης, τόσο του κράτους όσο και των επιχειρήσεων. Ετσι, το ιαπωνικό Δημόσιο δεν νιώθει την παραμικρή ανάγκη να καταφύγει στις χρηματαγορές, κι αυτές με τη σειρά τους δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα να υποτάξουν την οικονομική πολιτική της χώρας στους παράλογους κανόνες τους. Για να κατορθώσουν οι αγορές να αναμειχθούν, πρέπει να διαθέτουν το κατάλληλο εργαλείο, δηλαδή τίτλους του χρέους. Και, ελλείψει τίτλων, αδυνατούν να παρέμβουν.
Συνεπώς, η ελληνική κρίση -υπό το πρίσμα της διαμετρικά αντίθετης περίπτωσης της Ιαπωνίας- μας δίνει την ευκαιρία να επανεξετάσουμε την ίδια τη λογική της απορρύθμισης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία βασίζεται λιγότερο στα θαυμαστά επιτεύγματα της κρατούσας οικονομικής θεωρίας -η οποία, κάθε φορά που τίθεται ζήτημα απορρύθμισης, μας τάζει λαγούς με πετραχήλια, οικονομική μεγέθυνση και θέσεις εργασίας- και περισσότερο στα ισχυρά συμφέροντα που την προώθησαν. Πράγματι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με το εξής ερώτημα: πώς θα χρηματοδοτηθούν τα ελλείμματά τους (του ισοζυγίου και το δημοσιονομικό) τη στιγμή που δεν υπάρχει πλέον εθνική αποταμίευση (2); Απλούστατα, προσφεύγοντας στην αποταμίευση χωρών που αποταμιεύουν. Δηλαδή, καταφεύγοντας, εκείνη την εποχή, όπως και σήμερα, στην Ιαπωνία και στη Γερμανία, στις οποίες προστέθηκε πλέον και η Κίνα. Συνεπώς, η απορρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα αποτελούσε στρατηγική απάντηση, η οποία συνίστατο στη δημιουργία δομών διεθνούς κυκλοφορίας των κεφαλαίων, αναγκαία για να απαλλαγεί η αμερικανική οικονομία από την υποχρέωση να διατηρήσει μέσα στην επικράτειά της ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα αποταμίευσης-επένδυσης.
Πρέπει δε να παρατηρήσουμε ότι, αγνοώντας τι τις περίμενε στη συνέχεια, πολλές άλλες χώρες δεν έμειναν αδιάφορες μπροστά στα θέλγητρα της κυκλοφορίας του χρήματος, που προσέφερε η απορρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Γιατί, δεδομένης της επιβράδυνσης της οικονομικής μεγέθυνσης που παρατηρήθηκε τη δεκαετία του 1970, τα ελλείμματα που έπρεπε να χρηματοδοτηθούν μετατράπηκαν σε ενδημικό πρόβλημα των περισσότερων από τις οικονομίες του Βορρά.


Παγίδα η απορύθμιση

Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Γαλλία, η οποία σχεδίασε τη δική της απορρύθμιση με ξεκάθαρο κύριο στόχο τη μη νομισματική χρηματοδότηση του δημοσιονομικού της ελλείμματος (3). Ωστόσο, όλες οι χώρες που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν αυτό το μεγαλοφυές εύρημα της διεθνούς ανακύκλωσης της αποταμίευσης, δεν άργησαν να ανακαλύψουν την πραγματική σκλαβιά στην οποία έμελλαν να οδηγηθούν. Γιατί, στον συσχετισμό των δυνάμεων που επικρατούσε στη σχέση χρεωστών-πιστωτών, οι δομές των απελευθερωμένων κεφαλαιαγορών έφεραν ανατροπές υπέρ των τελευταίων.
Οσο για τα κράτη, έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν σταδιακά ότι ο δανεισμός τους από τις αγορές συνεπάγεται ότι θα αναγκαστούν να συμμορφωθούν με την όποια ετυμηγορία τους. Κι αν αυτή η ετυμηγορία ήταν λογική και τεκμηριωμένη, το πρόβλημα δεν θα ήταν ιδιαίτερα σοβαρό. Ομως, ούτε λογική είναι, ούτε τεκμηριωμένη και, κυρίως, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι (4). Δεν είναι δύσκολο να προβούμε σε έναν γρήγορο απολογισμό των υποχωρήσεων που αναγκάστηκαν να κάνουν τα κράτη στον τομέα της οικονομικής πολιτικής εξαιτίας της κηδεμονίας των αγορών: από την επιβολή όσο το δυνατόν χαμηλότερων επιπέδων πληθωρισμού έως τις κυρώσεις που υφίστανται αν ξεφύγει έστω κι ελάχιστα το δημοσιονομικό τους έλλειμμα -έστω κι αν πρόκειται για απόλυτα δικαιολογημένη περίπτωση- και από την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης του ελλείμματος μέχρι την αναγόρευση σε θέσφατο του μοντέλου της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας... Ο κατάλογος αποδεικνύεται μακροσκελής.

Το ντόμινο

Ομως, όλα τα παραπάνω, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες αποτελούν απλώς ενοχλητικούς περιορισμούς, μετατρέπονται σε εφιάλτη όταν ξεσπάσει μια κρίση, καθώς η δυσπιστία των επενδυτών εκφράζεται με την πώληση τίτλων του δημόσιου χρέους, η οποία με τη σειρά της συνεπάγεται αύξηση των επιτοκίων των κρατικών τίτλων, δηλαδή του κόστους χρηματοδότησης των κρατών. Τότε, η υπερβολική ένταση που παρατηρείται στις χρηματαγορές μπορεί να οδηγήσει στο σημείο να φορτωθούν οι δημόσιοι προϋπολογισμοί με δυσβάστακτα βάρη. Αυτό, ακριβώς, συνέβη στην Ελλάδα. Η συλλογική υστερία που καλλιεργείται γύρω από την υπόθεση ότι μια χώρα θα προχωρήσει σε παύση πληρωμών, έχει ως αποτέλεσμα να παρασύρει όλους τους παίκτες που δραστηριοποιούνται στις χρηματαγορές να ακολουθήσουν μια τάση η οποία μετατρέπεται σε πραγματικό δόγμα των αγορών και κάνει ακόμα πιο οδυνηρή την καθυπόταξη των οικονομικών πολιτικών στα κελεύσματά του. Για να σχηματίσει κανείς μια εικόνα για την έκταση που μπορούν να πάρουν όλα αυτά, αρκεί να δει το μέγεθος των θυσιών που απαιτούν οι επενδυτές να κάνουν οι Ελληνες μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα για να επανέλθει μια κάποια ηρεμία στο μέτωπο του εξωτερικού δανεισμού της χώρας...
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η περίπτωση της Ιαπωνίας θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Για να απαλλαγεί κανείς από τον ζυγό των καταπιεστικών δανειστών, πρέπει να... αλλάξει δανειστές. Αυτό έπραξε με μεγάλη σωφροσύνη η Ιαπωνία: για την ακρίβεια, φέρθηκε έξυπνα και δεν έκανε καν το πρώτο βήμα, εκείνο που οδήγησε την πλειονότητα των υπόλοιπων κρατών στα νύχια των επενδυτών, στους οποίους οι δομές των απορρυθμισμένων αγορών επέτρεψαν να εισέλθουν στις εγχώριες αγορές, δίνοντάς τους την εξουσία να επιβάλλουν τη θέλησή τους πάνω στις εθνικές οικονομικές πολιτικές. Αντίθετα από την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, η οποία κηρύσσει την κατάργηση όλων των συνόρων -και ειδικότερα εκείνων που θα μπορούσαν να περιορίσουν τις κινήσεις των κεφαλαίων- η ιαπωνική περίπτωση αποτελεί υπόδειγμα, τουλάχιστον όσον αφορά το ζήτημα του κρατικού χρέους, δεδομένου ότι η λύση που υιοθέτησε η χώρα για τον δανεισμό της όχι μόνο είναι βιώσιμη, αλλά παρουσιάζει και ορισμένα πλεονεκτήματα.

Το χρέος στους... ντόπιους

Βέβαια, ουδείς αποκλείει το ενδεχόμενο ακόμα και η Ιαπωνία να σπάσει τα μούτρα της, τη στιγμή που το χρέος της ανέρχεται στο 200% του ΑΕΠ της. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την ιαπωνική μέθοδο αλάνθαστη. Εντούτοις, αναγνωρίζουμε την ικανότητα της χώρας να διατηρεί ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο κρατικού χρέους μέσα σε συνθήκες αξιοθαύμαστης σταθερότητας.
Και οφείλουμε να αναφερθούμε στις προϋποθέσεις που κατέστησαν δυνατή τη διατήρηση του χρέους σε χέρια ντόπιων, και ιδιαίτερα στον συντονισμό της δράσης των δημόσιων αρχών και των θεσμών που πραγματοποιούν τη συγκέντρωση της αποταμίευσης. Πράγματι, χάρη σε μια άτυπη συμφωνία που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ιαπωνικής νοοτροπίας, το τραπεζικό σύστημα και τα συνταξιοδοτικά ταμεία όντως «έπαιξαν το παιχνίδι», προσανατολίζοντας μαζικά το αποταμιευτικό πλεόνασμα των νοικοκυριών προς τους τίτλους του δημόσιου χρέους. Κι οι καταθέτες δεν έχουν παράπονο: εδώ και δύο δεκαετίες, η αγορά των μετοχών έχει δεχθεί απανωτά πλήγματα που την οδήγησαν στην κατάρρευση και οι αποδόσεις που προσφέρει είναι κάτι παραπάνω από χαμηλές. Οσο για τη νομισματική πολιτική των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, έριξε τόσο πολύ τις αποδόσεις όλων των αποταμιευτικών προϊόντων ώστε, συγκριτικά, οι λιγοστές ποσοστιαίες μονάδες του επιτοκίου των κρατικών τίτλων να φαντάζουν ως μια πραγματικά βασιλική απόδοση.
Σε κάθε περίπτωση, το παράδειγμα της Ιαπωνίας μάς δίνει την ευκαιρία να ανακαλύψουμε άλλη μια φορά το γεγονός ότι, όσον αφορά το πού θα κατευθυνθεί η αποταμίευση, οι καταθέτες δεν διαθέτουν κανένα ειδικό βάρος, ενώ ολόκληρη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των ενδιάμεσων, δηλαδή των θεσμικών φορέων που ενεργούν για λογαριασμό τους. Ομως, σε αυτή την περίπτωση, είναι εντυπωσιακό ότι αυτή η εξουσία μπορεί μερικές φορές να ασκηθεί δίχως καταστροφικά για την κοινωνία αποτελέσματα. Πράγματι, αντίθετα από τους δυτικούς ομόλογούς τους που επιδόθηκαν με ενθουσιασμό στο παιχνίδι των βραχυπρόθεσμων κερδοσκοπικών συναλλαγών και της φρενήρους μεταφοράς των κεφαλαίων από τη μια χώρα στην άλλη και από το ένα είδος περιουσιακών στοιχείων στο άλλο, κυνηγώντας τη μεγαλύτερη δυνατή κερδοφορία και αναζητώντας ακόμα και την παραμικρή διαφορά του περιθωρίου της κερδοφορίας της επένδυσης, οι ιάπωνες θεσμικοί επενδυτές «έκλεισαν» ένα σημαντικό μέρος της αποταμίευσης των πελατών τους σε τίτλους του δημοσίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι συνθήκες χρηματοδότησης του ιαπωνικού κρατικού χρέους χαρακτηρίζονταν από εξαιρετική ομαλότητα και σταθερότητα, ενώ δεν παρατηρήθηκαν οι εξάρσεις της κερδοσκοπίας που αποσταθεροποιούν κάθε τόσο τους κρατικούς τίτλους των υπόλοιπων χωρών.
Δεν πρέπει να αναζητήσουμε αλλού τις συνθήκες που κατέστησαν δυνατή τη μεγάλη ηρεμία που αποτελεί μέχρι σήμερα το κύριο χαρακτηριστικό της εντυπωσιακής αύξησης του ύψους του ιαπωνικού δημόσιου χρέους. Αυτές, ακριβώς, οι συνθήκες θα μπορούσαν να επιτρέψουν και σε εμάς, αν όχι να κάνουμε το ίδιο -γιατί ένα ύψος χρέους που αντιστοιχεί στο 200% του ΑΕΠ δεν μπορεί να αποτελεί έναν επιθυμητό στόχο- τουλάχιστον να χαλαρώσουμε τη φριχτή μέγκενη από την οποία πιέζεται το δημόσιο χρέος, τη στιγμή που το χρέος αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο: γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην καρδιά της ύφεσης.

Επανεθνικοποίηση

Οσο κι αν δεν μας προσφέρεται πλήθος επιλογών, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επιλογές υπάρχουν. Μπορούμε να υποταχθούμε στις προσταγές των διεθνών επενδυτών που προσπαθούν να περιορίσουν τόσο τον όγκο του δημόσιου χρέους όσο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργείται. Μπορούμε, επίσης, εάν επιλέξουμε τη -συζητήσιμη εξάλλου (5)- χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους μονάχα μέσα από χρηματοπιστωτικά κανάλια, να προχωρήσουμε στην επανεθνικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των ελλειμμάτων οργανώνοντας μαζική στροφή της εθνικής αποταμίευσης κάθε χώρας προς τους κρατικούς τίτλους -φυσικά, αυτό μπορεί να ισχύσει σε χώρες που διαθέτουν εθνική αποταμίευση, όπως η Γαλλία. Δεδομένου ότι στη Γαλλία οι φορείς που έχουν αναλάβει τη συγκέντρωση της αποταμίευσης έχουν ακολουθήσει εδώ και πολλά χρόνια έναν τελείως διαφορετικό δρόμο και δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι θα δέχονταν εκούσια μια λύση όπως εκείνη που εφαρμόστηκε στην Ιαπωνία, θα χρειαστεί να καταφύγουμε στην επιλογή ενός νομοθετικού πλαισίου που θα τους επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις.
Για παράδειγμα, οι θεσμικοί επενδυτές να υποχρεώνονται από τον νόμο να διαθέσουν ένα μέρος του ενεργητικού τους για την αγορά τίτλων του δημόσιου χρέους. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό πρέπει να είναι αρκετά υψηλό, ώστε σχεδόν ολόκληρο το εθνικό χρέος να καλύπτεται από τις εγγραφές των εγχώριων θεσμικών επενδυτών στις ομολογιακές εκδόσεις.
Σε τελική ανάλυση, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια λύση η οποία διαθέτει πλήθος πλεονεκτημάτων και λιγοστά μειονεκτήματα. Κατ' αρχάς, οι τίτλοι του Δημοσίου προσφέρουν μια λογική ανταμοιβή στην αποταμίευση -ανώτερη από εκείνη των βιβλιαρίων ταμιευτηρίου [βέβαια, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του γαλλικού Βιβλιαρίου Α (6), θα υπόκεινται σε φορολογία] αλλά όχι και υπερβολική (δεδομένου ότι τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου αποτελούν επένδυση «χωρίς ρίσκο» και αποτελούν σημείο αναφοράς που σηματοδοτεί το χαμηλότερο σκαλοπάτι στην γκάμα των επιτοκίων). Επιπλέον, το να απομακρύνουμε την αποταμίευση από το χρηματιστήριο και τα χρηματοοικονομικά προϊόντα που στηρίζονται σε μετοχές, είναι πιθανότατα η καλύτερη υπηρεσία που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε, τόσο στην αποταμίευση (δεδομένου ότι με αυτόν τον τρόπο θα την προφυλάσσαμε από τα κραχ του χρηματιστηρίου, που συμβαίνουν κάθε τόσο καταστρέφοντας τους μικροεπενδυτές) όσο και στην υπόλοιπη κοινότητα, δεδομένου ότι η αποταμίευση με τη μορφή της επένδυσης σε μετοχές -η οποία από οικονομική άποψη είναι κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να αποφύγουμε (7)- αποτελεί το κυριότερο μέσο που διαθέτει η εξουσία των μετόχων για να επιβάλλει περιορισμούς στους μισθωτούς και στα δικαιώματά τους.
Ορισμένοι θα υποστηρίξουν ότι η παραίτηση από την προσφυγή στα ξένα κεφάλαια και ο προσανατολισμός της εγχώριας αποταμίευσης προς τους δημόσιους τίτλους θα πυροδοτήσουν μοιραία το «φαινόμενο του αποκλεισμού» (8). Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι το ποσοστό της γαλλικής αποταμίευσης είναι τόσο υψηλό ώστε επιτρέπει να καλυφθούν άνετα οι ανάγκες του κράτους, «αφήνοντας» ταυτόχρονα και ποσά για τον ιδιωτικό τομέα. Σε κάθε περίπτωση, στην παρούσα υπόθεση, τίποτε δεν περιορίζει την ελευθερία των επιχειρήσεων να αναζητήσουν χρηματοδότηση στις διεθνείς αγορές.
Ας πούμε, ωστόσο, τα πράγματα με το όνομά τους: θα πρόκειται όντως για ένα σύστημα αναγκαστικής εισφοράς. Οχι άμεσης και στιγμιαίας εισφοράς (δηλαδή άμεσου φόρου), αλλά έμμεσης εισφοράς μέσω της διαχρονικής χρηματοδότησης των δημόσιων ελλειμμάτων· και, φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, για τη συνεισφορά τους, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα θα αμειφθούν! Υπάρχουν κι άλλες μορφές καταναγκασμού, που είναι πολύ πιο οδυνηρές... Εξάλλου, ο παραλληλισμός των δύο μορφών εισφοράς μας υπενθυμίζει ότι μία από τις λύσεις που απορρίπτεται συστηματικά -όχι για την επίλυση του προβλήματος της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων, αλλά για να πάψουν πλέον να υπάρχουν ελλείμματα- συνίσταται στην κατάργηση όλης αυτής της ατέλειωτης σειράς των φοροαπαλλαγών (9).
Ομως, η αποπαγκοσμιοποίηση της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων θα είχε ένα τεράστιο πλεονέκτημα, του οποίου η σημασία είναι απλούστατα αδιανόητη για τους «ορθόδοξους» οικονομολόγους: πρόκειται για το πολιτικό και το δημοκρατικό όφελος. Η επανεθνικοποίηση της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων συνεπάγεται την εκδίωξη του ενός τρίτου των διεθνών επενδυτών που δραστηριοποιούνται σε αυτήν την αγορά και την πλήρη επανένταξή της στο εθνικό κοινωνικό συμβόλαιο.

Σύγκρουση γενεών

Με αυτόν τον τρόπο θα επιστρέψει και πάλι στο εκλογικό σώμα και στους εκπροσώπους που αυτό αναδεικνύει, η αρμοδιότητα και η δυνατότητα να προβαίνουν στις επιλογές που πρέπει να γίνουν. Οπως το απέδειξαν με μεγάλη ακρίβεια ο Μπρινό Τινέλ κι ο Φρανκ βαν ντε Βέλντε (10), το επιχείρημα περί σύγκρουσης των γενεών («Μα πόσο μεγάλο χρέος θα κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας!»), το οποίο αυτή τη στιγμή προβάλλεται από τον συρφετό των οπαδών της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης, χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για την απόκρυψη της -θεμελιώδους σημασίας- σύγκρουσης ανάμεσα στους λιγότερο πλούσιους οι οποίοι με τους φόρους τους πληρώνουν την εξυπηρέτηση του χρέους, και τους πλουσιότερους, οι οποίοι κατέχουν τους τίτλους του δημόσιου χρέους. Κι αυτή η σύγκρουση αποτελεί ένα ζήτημα που αφορά απόλυτα το παρόν, κι όχι το μέλλον.
Μάλιστα, οι όροι με τους οποίους πραγματοποιείται η ταχύτατη αναδιανομή του πλούτου, από τους απλούς φορολογούμενους προς τους κατόχους των μεγάλων περιουσιών, καθορίζονται από τη λειτουργία των χρηματαγορών και, συνεπώς, ξεφεύγουν εντελώς από οποιαδήποτε διαβούλευση εντός της επικράτειας της χώρας. Ωστόσο, να μην ξεχνάμε ότι, στον προϋπολογισμό της Γαλλίας, οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους αποτελούν το δεύτερο σημαντικότερο κονδύλι μετά τις δαπάνες για την παιδεία. Με λίγα λόγια, κάθε άλλο παρά για μικροπράγματα πρόκειται. Αντίθετα, δημιουργείται μια πραγματική μαύρη τρύπα στην πολιτική εθνική κυριαρχία, της οποίας την κατ' εξοχήν έκφραση αποτελεί ο κρατικός προϋπολογισμός. Ποιο πρέπει να είναι το επιτόκιο του δημόσιου χρέους και ποιο το ύψος του πλούτου που μεταβιβάζεται μέσω των τόκων του χρέους; Ιδού ένα ερώτημα στο οποίο ο μόνος αρμόδιος να απαντήσει είναι το εκλογικό σώμα και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι.
Ομως, κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει εφικτό μονάχα όταν η πλειονότητα των κατόχων του δημόσιου χρέους είναι πολίτες της χώρας. Δηλαδή, όταν είναι δυνατόν να οργανωθεί η αντιπαράθεση των ανταγωνιστικών συμφερόντων των δανειστών και των χρεωστών μέσα στην περίμετρο όπου πραγματοποιείται η άσκηση της κρατικής κυριαρχίας.
Τότε, και μόνο τότε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι υποψήφιοι για την άσκηση της εξουσίας παρουσιάζουν στον λαό τις φορολογικές επιλογές τους, θα μπορούσαν να του παρουσιάσουν και τις αντίστοιχες χρηματοοικονομικές επιλογές τους. Αν τα επιτόκια είναι υψηλά, τότε -μέσα από ένα άλλο «φαινόμενο αποκλεισμού», για το οποίο γίνεται λόγος πολύ σπανιότερα- το φορτίο του χρέους θα καταστήσει μονόδρομο την εγκατάλειψη ορισμένων πολύ χρήσιμων δημόσιων δαπανών.
Από την άλλη πλευρά, εάν τα επιτόκια είναι εξαιρετικά χαμηλά, αφ' ενός θα θιγούν οι αποταμιευτές, καθώς θα έχουν μια ανεπαρκή απολαβή και, αφ' ετέρου, ενδέχεται να οδηγηθεί το κράτος μακροπρόθεσμα στην υπερχρέωση, με κίνδυνο να χαθεί η φερεγγυότητά του και να αποδειχθούν επισφαλείς οι απαιτήσεις των δανειστών του. Αν πάλι τα επιτόκια ανέβουν υπερβολικά υψηλά, τότε η μεταβίβαση πλούτου στα χέρια των πλουσιότερων θα λάβει τη μορφή της καταχρηστικής ακύρωσης και της παραμικρής αναδιανομής του πλούτου. Και ούτω καθεξής...

Πολιτική επιλογή

Ο μόνος αρμόδιος για να επιλέξει ανάμεσα σε όλες αυτές τις αντιφατικές επιλογές είναι το εκλογικό σώμα και ο πολιτικός κόσμος. Κανένας άλλος. Και σίγουρα όχι οι διεθνείς επενδυτές, οι οποίοι -καθοδηγούμενοι από τα συμφέροντά τους ως πιστωτές και όντας απόλυτα ξένοι με την πολιτική κοινότητα του τόπου- επιβάλλουν στην κοινωνία ακόμα και τις σκληρότερες αποφάσεις.
Προφανώς, το κυριότερο μέλημα του νεοφιλελεύθερου δόγματος ήταν να διακηρύξει ότι ο εθνικός χώρος είναι στο εξής ξεπερασμένος και να προωθήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές (απορρύθμιση σε όλα τα πεδία) που θα μπορούσαν να μετατρέψουν αυτή τη διακήρυξη σε χειροπιαστή πραγματικότητα. Η ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα μας έχει προσφέρει αρκετούς λόγους για να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στην υπερτροφία του εθνικού
Εγώ που λέγεται «εθνικισμός». Εντούτοις, στην ιστορία δεν έχει εμφανιστεί καμία λειτουργική εναλλακτική λύση που θα μπορούσε να υποκαταστήσει την πολιτική κυριαρχία του κράτους. Γι' αυτόν τον λόγο, μαζί με την ιδέα του έθνους, ο φιλελευθερισμός καταστρέφει ταυτόχρονα και την έννοια της εθνικής κυριαρχίας, φροντίζοντας ταυτόχρονα -κι αυτό αποδεικνύει την απόλυτη υποκρισία του- να εμποδίζει την ανασύσταση οποιασδήποτε μορφής κυριαρχικής εξουσίας σε πιο διευρυμένη εδαφική βάση. Γιατί, η ιδέα της εθνικής κυριαρχίας θα μπορούσε ωραιότατα να επεκταθεί και πέρα από τα εδαφικά και πολιτισμικά σύνολα στα οποία αρχικά αναπτύχθηκε, για να αγκαλιάσει στη συνέχεια σύνολα τα οποία ναι μεν είναι ετερογενή, αλλά έχουν αποκτήσει συνοχή μέσα από την πορεία τους προς ένα κοινό πεπρωμένο.
Εξάλλου, αυτό, ακριβώς, αποκαλούμε εθνική κυριαρχία. Αν, μάλιστα, διευρύναμε την έννοια, θα γινόταν προφανές ότι, στην πραγματικότητα, εθνική κυριαρχία και έθνος είναι ένα και το αυτό, και ότι η πρώτη δεν είναι τίποτε άλλο από μια διαφορετική ονομασία του δεύτερου.
Ομως, ο νεοφιλελευθερισμός δεν μπορεί να αποδεχθεί με κανέναν τρόπο το ενδεχόμενο να συγκροτηθούν τα σύνολα σε πολιτικά σώματα τα οποία θα διαβουλεύονται, θα θεσπίζουν κανόνες και θα επιβάλλουν την εφαρμογή τους. Μέχρι τώρα, του αφήσαμε σε μεγάλο βαθμό ελεύθερο το πεδίο. Σήμερα, το ζητούμενο είναι μέχρι πού θα τον αφήσουμε να προχωρήσει.

Εθνική «παρεξήγηση»

Εάν καταφύγουμε και πάλι στην πρόσφατη ιστορία, έχουμε κάθε λόγο να δυσπιστούμε απέναντι στα κινήματα για τη βίαιη ανασυγκρότηση της εθνικής κυριαρχίας όταν αυτή έχει δεχθεί ιδιαίτερα σφοδρές επιθέσεις, γιατί η εθνική κυριαρχία μπορεί επίσης να λάβει και τις πλέον μισητές μορφές που μπορούμε να φανταστούμε.
Ωστόσο, μετά από δύο δεκαετίες συνεχούς διάβρωσής της κι επιθέσεων εναντίον της, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς το ενδεχόμενο να έχουμε αρχίσει να πλησιάζουμε επικίνδυνα σε αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο σημείο. Συνεπώς, η ιδέα της οργανωμένης επανάκτησης κι ανασύστασης της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί μια προοπτική την οποία θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ενδιαφέρουσα, κι ίσως μάλιστα και επείγουσα.
Βέβαια, σε πρώτη φάση παρουσιάζει το μειονέκτημα ότι ενδύεται όλες τις όψεις της γραφικής παρελθοντολογίας, καθώς φέρνει στο προσκήνιο μια ιδέα του έθνους η οποία έχει γελοιοποιηθεί από τον νεοφιλελευθερισμό και όλους όσους στην Αριστερά θεωρούν χρήσιμο να του προσφέρουν τη βοήθειά τους, με αποτέλεσμα να περιορίζουν το έθνος στην πιο στενή του έννοια, πάντα διαχωρισμένη από το στοιχείο που συνδέεται στενά μαζί της: την εθνική κυριαρχία. Μάλιστα, κάποια στιγμή, όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι που τόσο βιάζονται να ξαποστείλουν το έθνος στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, πρέπει να μας πουν αν επιθυμούν να συμβεί το ίδιο κι όσον αφορά την ιδέα της εθνικής κυριαρχίας.
Σε κάθε περίπτωση, μεσοπρόθεσμα, είναι πιθανόν να προτιμάμε την παλιομοδίτικη παρελθοντολογία της πολιτικής διαβούλευσης στην οποία θα έχει επιστρέψει οριστικά η διαδικασία των επιλογών και της λήψης των αποφάσεων για το ζήτημα του δημόσιου χρέους, από έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο που θα σφύζει από θαυμαστή νεωτερικότητα και στον οποίο οι χρηματαγορές θα είναι εκείνες που θα καθορίζουν το ποσοστό του εθνικού πλούτου που θα αφαιρούν και θα προσπορίζονται δανειστές από κάθε γωνιά του κόσμου.
Κι είναι πιθανόν ότι θα θεωρήσουμε ότι δεν στερείται βάσης το παρακάτω -αρκετά απλό σε τελική ανάλυση- συμπέρασμα: εάν, τελικά, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτε άλλο από τη διάλυση κάθε εθνικής κυριαρχίας, από την εμπορευματοποίηση των πάντων, τότε, η αποπαγκοσμιοποίηση είναι συνώνυμη της επιστροφής της πολιτικής σε όλους τους τομείς.

1. Χρηματοδότηση η οποία προκύπτει από το άνοιγμα πιστώσεων από την Κεντρική Τράπεζα (δημιουργία χρήματος) στο Δημόσιο Ταμείο, με αποτέλεσμα το τελευταίο να μην καταφεύγει στις χρηματαγορές. Βλέπε «Au-dela de la Grece: deficits, dette et monnaie», La pompe a phynaces, http://blog.mondediplo.net, 17 Φεβρουαρίου 2010.

2. Το ποσοστό αποταμίευσης των αμερικανικών νοικοκυριών μειώνεται διαρκώς, περνώντας από το 8%, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στο... 0% το 2006.

3. Βλέπε Pierre Rimbert, «Nous avons eu le pouvoir, maintenant il nous faut l'argent», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος 2009.

4. Βλέπε Frederic Lordon, «Les quadratures de la politique economique», Albin Michel, Παρίσι, 1997.

5. Βλέπε «Au-dela de la Grece...», ό.π.

6. (Στμ) Στη Γαλλία, το Livret Α -με αφορολόγητους τόκους (σχετικά υψηλό συνήθως) επιτόκιο που ορίζεται από την κυβέρνηση και πλαφόν καταθέσεων 15.000 ευρώ ανά δικαιούχο- αποτελεί το κυριότερο μέσο της λαϊκής αποταμίευσης: το χρησιμοποιούν 46 εκατομμύρια Γάλλοι (3 στους 4). Μάλιστα, μέχρι πολύ πρόσφατα, αυτό το αποταμιευτικό προϊόν διετίθετο μονάχα από την κρατική Caisse d'Epargne και το Ταμείο Παρακαταθηκών και οι καταθέσεις του χρησίμευαν για τη χρηματοδότηση της κατασκευής κοινωνικής κατοικίας, δηλαδή κρατικών ή δημοτικών διαμερισμάτων (HLM) που νοικιάζονται -με κοινωνικά κριτήρια- με χαμηλό ενοίκιο σε χαμηλόμισθους. Από το 2009, Livret Α διαθέτουν όλες οι τράπεζες, ενώ το επιτόκιό του μειώθηκε σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο.

7. Βλέπε «Et si on fermait la Bourse...», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2010.

8. Η οικονομική θεωρία μιλάει για «φαινόμενο του αποκλεισμού» (effet d'eviction) όταν, μέσα σε μια οικονομία κλειστή από την άποψη των χρηματοοικονομικών ροών, το κράτος έχει προτεραιότητα στην ικανοποίηση των χρηματοδοτικών του αναγκών, στεγνώνοντας την αγορά από κεφάλαια που προορίζονται για δανεισμό, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος της χρηματοδότησης για όλους τους υπόλοιπους που δραστηριοποιούνται στην αγορά χωρίς να διαθέτουν προτεραιότητα στην ικανοποίηση των δανειακών τους αναγκών. Συνεπώς, όλοι αυτοί υφίστανται τις συνέπειες μιας, κατά κάποιον τρόπο, έλλειψης κεφαλαίων, καθώς η κρατική εξουσία «αποκλείει» την πρόσβαση στα κεφάλαια σε όλους τους υπόλοιπους παίκτες της αγοράς.

9. Οσο κι αν είναι ασυνήθιστο να αποδεικνύεται χρήσιμος ένας σοσιαλιστής βουλευτής, ο Ντιντιέ Μιγκό -εκείνη την εποχή πρόεδρος της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων της γαλλικής Βουλής (στη συνέχεια διορίστηκε πρόεδρος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους)- έκανε μια εντυπωσιακή αποκάλυψη, φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας ένα πολύ διακριτικό φορολογικό δωράκι που προσφέρθηκε στις επιχειρήσεις: την πλήρη φοροαπαλλαγή των υπεραξιών που προκύπτουν από τις πωλήσεις συμμετοχών τους που παρακρατήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το δώρο κόστισε στα ταμεία του κράτους 20 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή αύξηση του γαλλικού ελλείμματος κατά 1% του ΑΕΠ. Οσον αφορά τα φορολογικά δώρα, βλέπε Jean Gadrey, «Vive l'impot», στον ιστότοπο της επιθεώρησης «Alternatives economiques», 15 Μαρτίου 2010.

10. «L'epouventail de la dette publique», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2008.

Άρθρο του Frederic Lordon* που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», Κυριακή 16/05/2010
* Οικονομολόγος, συγγραφέας του «Crise de trop. Reconstruction d'un monde failli», Fayard, Παρίσι, 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top