Είμαστε πολλοί που σ’ όλη μας τη ζωή περιμένουμε πάντα κάτι. Τί; Δεν ξέρουμε ακριβώς. Κάτι που να ‘ρθει και να γεμίσει – ή ν' αλλάξει – τη ζωή μας: μια μεγάλη αγάπη, μια μοναδική περιπέτεια, μια σπάνια τύχη, ίσως και μια τρομερή καταστροφή – δεν ξέρουμε. Αυτή η αναμονή, που κυβερνάει ωστόσο τη ζωή μας, είναι τόσο ακαθόριστη! Δεν υπάγεται στη σκέψη μας, αλλά στο ένστικτό μας.
Είμαστε σαν εκείνο το μυθικό βασιλιά της Θούλης, που ρίχνει μέσα στ' ακύμαντα νερά της λίμνης του παλατιού του το πολύτιμο χρυσό κύπελλό του, μόνο και μόνο για να δει – επί τέλους – τα νερά της να ταράζονται. Ζούμε με την προσδοκία να δούμε τα νερά της ζωής μας να ταραχθούν. Κάθε φορά που γνωρίζουμε μια γυναίκα, που παίρνουμε ένα βαπόρι, που φθάνουμε σε μια ξένη πολιτεία, που καταπιανόμαστε με κάτι, η καρδιά μας χτυπάει και λέμε μέσα μας: «Να 'ναι γι' αυτή τη φορά;». Και κάθε φορά διαπιστώνουμε πως δεν είναι.
Μου έδειξαν κάποτε σ' ένα μουσείο της βορινής Μπρυζ μια δαντέλα – θαύμα υπομονής - που την έπλεκε 15 χρόνια μια Φλαμανδή πυργοδέσποινα, περιμένοντας το γυρισμό του άντρα της που είχε φύγει με τους Σταυροφόρους για τους Άγιους Τόπους. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την ψυχή μας μ' αυτή τη Φλαμανδή. Όλη μας η ζωή είναι σα μια διασκέδαση της αναμονής μας, ένα μηχανικό πήγαιν' έλα σαν κάποιου που περιμένει στον τόπο ενός ραντεβού μια γυναίκα που αργεί να 'ρθει.
Είναι μερικοί, πιο τολμηροί ή πιο ανυπόμονοι, που, μην υποφέροντας πια την πολύκαιρη αναμονή, ξεκινάνε μια μέρα σ' αναζήτηση αυτού του Κάτι – του μοναδικού και του εξαίσιου - όπως ξεκινούσαν άλλοτε άνθρωποι για ν' ανακαλύψουν το θρυλικό Ελδοράδο, την πολιτεία που ήταν όλη καμωμένη από χρυσό. Τους ανθρώπους αυτούς τους αναγνωρίζει κανένας εύκολα: είναι εκείνοι που τους βλέπουμε μοναχούς στην πλώρη (κι όχι στη πρύμη) των καραβιών που ταξιδεύουν ή εκείνοι που τους συναντάμε σε ξένες πολιτείες σα ναυαγισμένους και με μια πένθιμη συλλογή στο βλέμμα. Είναι οι τυχοδιώχτες, οι ονειροπόλοι, οι «ξεριζωμένοι» από το δέντρο της κοινωνίας ή της πατρίδας τους άνθρωποι, που έφυγαν για να βρουν το Ελδοράδο τους και δεν το βρήκαν…
Ω, δεν είναι δυνατό! Η τόσο βαθειά και τόσο έμμονη αυτή αναμονή δεν μπορεί να 'ναι απατηλή. Αυτό το Κάτι, που το υποσυνείδητό μας περιμένει, θα υπάρχει, δεν είναι δυνατό παρά να υπάρχει. Γιατί πώς να εξηγηθεί τόση λαχτάρα, η τόση πεποίθηση και η τόση, στο τέλος, βουβή πίκρα; Θα υπάρχει, αλλά πώς να ξέρει κανένας σε ποιό τόπο, σε ποιά στιγμή, σε ποιο πρόσωπο θα συναντήσει αυτό το κάτι, που θ' αλλάξει ολότελα τη ζωή του ή που θα τον κάνει να βρει νόημα στη ζωή του; Πώς να το ξέρουμε, φτωχοί άνθρωποι; Κι έτσι η ζωή κυλάει σ' αυτή την αναμονή σαν τον άμμο μέσα από τα δάχτυλα μας.
Θα μπορούσαμε, βέβαια, κι εμείς, σαν τους ανθρώπους εκείνους του Ουάιλδ που βάζουν στη ζωή τους προορισμό να γίνουν καντηλανάφτηδες και γίνονται, να 'χαμε πραγματοποιήσει μια ζωή – που ίσως και να 'ταν ευτυχισμένη. Αλλά η ανάγκη του ξεχωριστού, του σπάνιου και του ωραίου ήταν τόσο επιταχτική μέσα μας, που θυσιάσαμε τα πάντα στην αναμονή τους.
Σ' αυτή τη θυσία υπάρχει απερίγραπτος σπαραγμός. Υπάρχει όμως και ικανοποίηση. «Γιατί τάχα αυτή η ικανοποίηση;» θα παρατηρήσουν ειρωνικά μερικοί. «Δεν γίνατε ούτε καντηλανάφτηδες!»… Αλήθεια, δε γίναμε τίποτε. Αλλά η ικανοποίησή μας είναι ακριβώς ότι δε γίναμε «καντηλανάφτηδες»!...
Στο πολύ όμορφο βιβλίο «Αποχρώσεις», - Κώστας Ουράνης, εκδόσεις "Εστία".
Πηγή: http://www.aksioprepeiakantoxh.com
Στο πολύ όμορφο βιβλίο «Αποχρώσεις», - Κώστας Ουράνης, εκδόσεις "Εστία".
Πηγή: http://www.aksioprepeiakantoxh.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου