"Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πώς μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;"
Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:
"Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως..." και ύστερα από μια παύση συνέχισε: "Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω".
"Ε...μετά χαράς, δάσκαλε", είπε διστακτικά ο νεαρός, νιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν γι' άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.
"Ωραία" συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε, ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας: "Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένας χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς".
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε... Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους έμπορους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε για αυτό.
Όταν το παιδί έλεγε "ένα χρυσό φλουρί" άλλοι γελούσαν, άλλοι του γυρνούσαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά.
Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά - και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα-, παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω.
Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλιτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
Μπήκε μέσα στη κάμαρη.
"Δάσκαλε" είπε, "λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού".
"Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε" απάντησε χαμογελαστός ο δάσκαλος. "Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα και αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι".
Ο νεαρός καβάλησε κι έφυγε πάλι.
Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί.
"Πενήντα οχτώ χρυσά" φώναξε το παιδί.
"Ναι" απάντησε ο κοσμηματοπώλης. "Βέβαια με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον..."
Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.
"Κάθισε" του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. "Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Είναι πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σε εκτιμήσει ένας αληθινά ειδικός. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;"
Και με αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρός δάχτυλο του αριστερού του χεριού.
του Χόρχε Μπουκάϊ
Διαβάστε περισσότερα...
του Χόρχε Μπουκάϊ