Έξι ώρες διαδρομής είναι αρκετές για να επεξεργαστείς την αμηχανία σου. Να την μετατρέψεις σε ερωτήσεις. Ερωτήσεις αμήχανες κι αυτές. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά άλλωστε όταν ο προορισμός σου είναι τα «χωριά του λιγνίτη» γύρω από Κοζάνη και Πτολεμαΐδα, μέσα στην εξορυκτική δραστηριότητα της ΔΕΗ στην περιοχή; Ερωτήσεις αμήχανες για τη ζωή ανάμεσα στα ορυχεία του λιγνίτη, για τη ζωή που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον λιγνίτη αφού αυτός «δίνει δουλειές», για τις επιλογές που περιορίζονται μέρα με τη μέρα.
Όποιες κι αν ήταν τελικά οι ερωτήσεις, ο στόχος ήταν ένας: να βιώσουμε από πρώτο χέρι τη ζωή δίπλα από τα ορυχεία λιγνίτη της ΔΕΗ, μέσα από τις μαρτυρίες των ίδιων των κατοίκων. Να δούμε από πρώτο χέρι τι εστί λιγνίτης, ένα καύσιμο που πολλοί υποστηρίζουν ως μονόδρομο αλλά υπάρχουν κι αυτοί που θεωρούν ότι αυτός ο μονόδρομος καταλήγει σε αδιέξοδο.
Πρώτη στάση, Ακρινή. Πολύ κοντά στη μονάδα ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου και ακόμη πιο κοντά στο ορυχείο του νοτίου πεδίου, το μεγαλύτερο ίσως της χώρας. Ένα χωριό που επηρεάζεται άμεσα από την εξορυκτική δραστηριότητα, τη διαρκή παρουσία της τέφρας, των υπολειμμάτων δηλαδή της καύσης του λιγνίτη, και τα ορυχεία που έχουν φτάσει στην πόρτα του. Ένα χωριό που υποφέρει από ασθένειες και ζητάει εδώ και χρόνια τη μετεγκατάστασή του, η οποία κολλούσε στο ότι δεν έχει στο υπέδαφός του λιγνίτη. Η νομοθεσία μας και η πρακτική της ΔΕΗ βλέπετε δεν ασχολούταν με την μετεγκατάσταση των χωριών που δεν είχαν κάτω από τα σπίτια τους λιγνίτη, ακόμη κι αν βρίσκονταν δίπλα από αυτόν και τα ορυχεία. Το 2011, με τον νόμο περί βιοποικιλότητας, αυτό άλλαξε. Η Ακρινή όμως, μαζί και με άλλα χωριά, ακόμη περιμένουν.
Ο Κώστας Πουτακίδης, Πρόεδρος του Συλλόγου Περιβάλλοντος Ακρινής περιγράφει την κατάσταση πολύ καλύτερα από κάθε πιθανή περιγραφή τρίτου: «Ίσως η μόλυνση σε κάποιες άλλες περιοχές να ακούγεται ως υπερβολική αλλά εμείς τη βιώνουμε καθημερινά με όλες τις συνέπειες, τα προβλήματα υγείας και τις ασθένειες που κατά καιρούς παρουσιάζονται στους κατοίκους. Όχι μόνο βέβαια της Ακρινής αλλά και της ευρύτερης περιοχής όσων γειτνιάζουν με τα ορυχεία. Η Ακρινή λόγω των εξορύξεων που έχουν φτάσει σε απόσταση αναπνοής αλλά και λόγω των αποθέσεων που βρίσκονται κυριολεκτικά έξω από το χωριό, έχει περικυκλωθεί. Μιλάμε για ασθένειες, για αναπνευστικά προβλήματα, για καρκινοπάθειες…».
Η Ακρινή δείχνει να ασφυκτιά μεταξύ των ορυχείων και μονάδων λιγνίτη. Δείχνει να ασφυκτιά από τους δρόμους που κλείνουν με ολόκληρα βουνά, τα οποία δημιουργούνται από το χώμα που περισσεύει κατά την εξόρυξη και όταν αποσπάται ο λιγνίτης από αυτό. Δείχνει να φλερτάρει επικίνδυνα με το σεληνιακό τοπίο που απαρτίζουν τα αχανή ορυχεία. Μια έκταση 160.000 στρεμμάτων μέχρι στιγμής όμοια με την έκταση του Μονακό, συνεχώς αυξάνεται, συνεχώς αναγκάζει όλο και περισσότερα χωριά να μετακινούνται λες και είναι κάστρα Playmobil, συναρμολογούμενα. Όποιες κι αν είναι οι τιμές για τις απαλλοτριώσεις, οι κάτοικοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων βρέθηκαν ως πρόσφυγες στην περιοχή πριν από περίπου έναν αιώνα, ζητάνε σήμερα αναγκαστικά μια νέα εσωτερική ξενιτιά για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι ο τόπος τους, ο φορτωμένος με αναμνήσεις, ο φορτωμένος με τη δική τους συλλογική ταυτότητα, θα χαθεί από τον χάρτη, θα γίνει ένα με το απέραντο σεληνιακό τοπίο των ορυχείων.
Με τη ζωή και την υγεία τους να υποβαθμίζονται και τις επιλογές τους να έχουν περιοριστεί ασφυκτικά, η οδυνηρή ψυχολογικά μετεγκατάσταση φαίνεται να είναι η μοναδική διέξοδος για τους «συγκατοίκους του λιγνίτη»: «… καταλαβαίνετε ότι δεν μας μένει τίποτα άλλο παρά μονάχα ο κάμπος που καλλιεργούσαμε τόσα χρόνια οι παππούδες μας, οι πατεράδες μας και τώρα εμείς. Μέσα σε μία πενταετία θα χαθεί και αυτή η δυνατότητα την οποία είχε για να επιβιώσει ο οικισμός».
Η αίσθηση στον λαιμό σου και η έντονη οσμή δεν σε άφηναν να ξεχάσεις που βρίσκεσαι. Φορτηγά σε διαρκή, αέναη κίνηση, με προδιαγεγραμμένο επαναλαμβανόμενο δρομολόγιο να μεταφέρουν χώμα και κάρβουνο. Μερικά εξ αυτών ακάλυπτα, συμπληρώνουν με αυτόν τον τρόπο, τα χιλιόμετρα από ταινιόδρομους που κάνουν αυτή τη δουλειά εδώ και χρόνια, ενώ πολλοί από αυτούς παραμένουν ανοιχτοί με αποτέλεσμα να ελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα σκόνη από λιγνίτη κι όχι μόνο. Η τέφρα που παράγεται από την καύση του λιγνίτη βρίσκεται παντού. Φαίνεται πως το τίμημα για τη «φθηνή ενέργεια», την ανάπτυξη στην οποία συνέβαλε ο λιγνίτης όλες αυτές τις δεκαετίες και τις δουλειές που έδωσε, έχει αυτό ακριβώς το χρώμα: το χρώμα αυτής της τέφρας.
Κάπως έτσι, το ζύγι ξεκίνησε. Πόσα μεροκάματα στοιχίζει μια ζωή; Τι χρώμα έχει αυτή η ανάπτυξη και πόσες θυσίες απαιτεί; Ο Χάραλαμπος Σισμανίδης, ένας ακόμη κάτοικος της Ακρινής, ίσως δίνει την πλέον αφοπλιστική απάντηση: «Οι δραστηριότητες της ΔΕΗ δίνουν ένα καλό στην περιοχή και παίρνουν 99. Εξαργυρώνουμε χρόνια από τη ζωή μας για οικονομήσουμε ένα μεροκάματο. Κι όχι όλοι… Όπου κι αν καθίσεις, η στάμπα της τέφρας είναι δεδομένη».
Στην Ποντοκώμη, τη δεύτερη στάση μας, ένα ακόμη χωριό αυτή τη φορά ακριβώς στη μέση μεταξύ Κοζάνης και Πτολεμαΐδας, και με έναν δρόμο να τη χωρίζει από τον ΑΗΣ Καρδιάς, ο δάσκαλος, κ. Αθανασιάδης, είναι μεταδοτικότατος και σαφής, προσθέτοντας ένα ακόμη μέτρο στο ζύγι. Όπως ακριβώς απαιτεί και το επάγγελμά του… «Είμαστε στο χωριό Ποντοκώμη που μπορούμε να πούμε ότι είναι το Γκουαντάναμο της περιοχής. Εδώ οι κάτοικοι δεν έχουν δικαιώματα αλλά υποχρεούνται να ζουν κάτω από μία απίστευτη μορφή ρύπανσης λόγω της γειτνίασης με τη ΔΕΗ. Μια ρύπανση που συνεχώς αυξάνεται. Ένα περιβάλλον που συνεχώς υποβαθμίζεται. Πρέπει να δεχόμαστε να μας παίρνουν τα χωράφια μας, έχουμε χάσει μέχρι στιγμής τα 2/3 εξ αυτών, και στο εγγύς μέλλον θα χάσουμε όλη την περιοχή. Πολλοί βέβαια ισχυρίζονται εδώ ότι εμείς πήραμε αντιπαροχές από τη ΔΕΗ, δηλαδή θέσεις εργασίας. Και πάλι όμως οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: είμαστε σαν Κοζάνη η πρώτη περιοχή σε ανεργία, σαν Δυτική Μακεδονία η πρώτη περιφέρεια στην Ελλάδα και σαν Ποντοκώμη είμαστε το χωριό με τη μεγαλύτερη ανεργία».
Εύφορη γη που δεν υπάρχει πια, θέσεις εργασίας που στήριξαν και ακόμη στηρίζουν την τοπική κοινωνία αλλά πλέον δεν φαίνονται αρκετές, ένας λιγνίτης που αναμφισβήτητα έχει προσφέρει στην τοπική και εθνική οικονομία, ένας λιγνίτης που φαντάζει μονόδρομος αν και το κόστος του, ειδικά για την υγεία των ανθρώπων, αποδεικνύεται δυσβάσταχτο. Συμπεράσματα ντόπια, συμπεράσματα από τους ντόπιους. Αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονται πως θυσιάζονται στον βωμό του φτηνού ρεύματος και της ανάπτυξης για όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Μία θυσία που τους κρατάει ομήρους στην ίδια τους τη γη και τους στερεί το δικαίωμα στην επιλογή. Ομηρία λοιπόν και αν ναι γιατί;
«Γίνεται μονοκαλλιέργεια η λειτουργία της ΔΕΗ. Αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να ασχοληθούν οι νέοι μας με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και μάλιστα με τις σύγχρονες και επιθετικές τους μορφές όπως πχ είναι τα βιολογικά προϊόντα. Δεν μας δίνουν άδειες για αυτά εδώ. Από την άλλη μεριά δεν μπορούν εδώ να γίνουν βιοτεχνίες γιατί είμαστε μέσα σε λακκούβες και προοπτικά κάθε βιοτεχνία θα γίνει κι αυτή λακκούβα. Συνεπώς ό, τι ευκαιρίες θα μπορούσε να έχει ένα χωριό το οποίο βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, αναιρούνται λόγω των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ. Φτάσαμε λοιπόν στα 50 – 60 χρόνια της ΔΕΗ και στην ουσία οι χαμένοι από όλη την υπόθεση είναι αυτά τα χωριά που γειτνιάζουν με τη ΔΕΗ. Και οι πλέον χαμένοι είναι οι νέες γενιές. Μπορεί ακόμη και σε 20 χρόνια, η ΔΕΗ να συρρικνώσει κάποια στιγμή τις δραστηριότητές της. Τι θα μείνει τότε στην περιοχή; Τι θα μείνει για τις επόμενες γενιές; Πώς θα λογοδοτήσει η γενιά μας στις επόμενες γενιές; Τα οφέλη μας από την παρουσία της ΔΕΗ δεν είναι τόσα όσα θέλουν να μας τα παρουσιάσουν. Οφέλη έχουν οι περιοχές οι οποίες δεν βρίσκονται τόσο κοντά αλλά καρπούνται από τη ΔΕΗ. Δηλαδή όλη η υπόλοιπη Ελλάδα. Το φθηνό ρεύμα εξαιτίας του κόστους που υφίστανται κάποιοι άνθρωποι».
«Οι ιθύνοντες μας λένε μη μιλάτε, μην αντιδράτε, φάτε και λίγη ρύπανση δεν πειράζει. Από πίσω έχει και μια θέση εργασίας. Ένα οχτάμηνο. Και πράγματι το οχτάμηνο το έχει ανάγκη η περιοχή. Δεν έχει ο κόσμος που να δουλέψει. Πάνω σε αυτή τη λογική υπάρχει μια μειωμένη αντίδραση. Το κόστος όμως είναι μεγάλο γιατί αφορά τη ζωή του ανθρώπου και το μέλλον μιας ολόκληρης περιοχής».
Παρόλα αυτά, κανείς δεν οραματίζεται ένα μέλλον χωρίς τη ΔΕΗ στην περιοχή. Το αντίθετο σε πολλές περιπτώσεις. Κανείς από όσους τουλάχιστον συνομίλησαν μαζί μας δεν φαίνεται να μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τη ΔΕΗ. Θέλουν μια ανθρώπινη ΔΕΗ, θέλουν μια ανθρώπινη ζωή. Είναι άλλωστε γεγονός ότι εδώ και δεκαετίες, η επιχείρηση αποτέλεσε οικονομικό στήριγμα για μια ολόκληρη περιοχή. Ποιο είναι όμως το αύριο;
«Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να ζήσουμε με τη ΔΕΗ και να παλέψουμε για μία ΔΕΗ καλύτερη και ανθρώπινη που θα σέβεται το περιβάλλον και από την οποία θα απαιτήσουμε κάποια στιγμή μελλοντικά να αλλάξει προς το καλύτερο τα δεδομένα στην περιοχή», θα συμπληρώσει ο κ. Αθανασιάδης από την Ποντοκώμη.
Ένα καλύτερο μέλλον ονειρεύονται οι κάτοικοι των χωριών του λιγνίτη, όπως ακριβώς και όλοι μας σε αυτή τη χώρα. Ένα μέλλον με επιλογές, με επιχειρήσεις που σέβονται τον εαυτό τους, τη φύση και κυρίως τον άνθρωπο. Κάπου εκεί ταυτίζομαι. Αν μου στερείς το δικαίωμα στην επιλογή, μου στερείς το δικαίωμα στην προσωπική μου ελευθερία και πρόοδο. Μόνο σε αυτό ταυτίζομαι.
Μόνο σε αυτό γιατί πλέον οι 6 ώρες διαδρομής ανήκουν στην επιστροφή σε μια Αθήνα μπερδεμένη και μακρινή. 6 ώρες διαδρομής με αποσκευές να ξεχειλίζουν πάλι από αμήχανες ερωτήσεις, αυτή τη φορά προς τον εαυτό μου: πόσο κοστίζει η ανάπτυξη; Πού τελειώνει ο μονόδρομος και πού αρχίζουν τα σταυροδρόμια των επιλογών; Πόσο μακριά θα μας φτάσει η απληστία μας; Μήπως στην ομηρία των χωριών του λιγνίτη είμαι κι εγώ όμηρος και δεσμοφύλακας μαζί;
Ερωτήσεις αμήχανες προς τον εαυτό μου. Ερωτήσεις αμήχανες να με συνοδεύουν ξημερώματα επιστροφής μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου. Ερωτήσεις αμήχανες να συμπυκνώνονται στο πάτημα ενός διακόπτη: αυτού που ανάβει το φως στο σαλόνι μου.
Πηγή: http://enfo.gr/
Παρασκευή 4 Απριλίου 2014
Οδοιπορικό στα χωριά του λιγνίτη...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου