Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Η ζωή του πνεύματος μας...


«Η ζωή είναι ένα νησί μέσα σε έναν ωκεανό μοναξιάς, ένα νησί, που βράχια του είναι οι ελπίδες, δέντρα του τα όνειρα, λουλούδια του η ερημιά, και ποτάμια του η δίψα. Η ζωή σας, αδελφοί μου, είναι ένα νησί απομονωμένο από όλα τα άλλα νησιά και τις χώρες. Όσα κι αν είναι τα καράβια που ξεκινάνε από τις παραλίες σας γι’ άλλα κλίματα, όσοι κι αν είναι οι στόλοι που δένουν στις ακτές σας, μένετε ερημικό νησί, κι υποφέρετε από τον πόνο της μοναξιάς και τον πόθο της ευτυχίας. Είστε άγνωστοι για τ' αδέλφια σας κι απομακρυσμένοι από τη συμπόνια τους και την κατανόησή τους.
Αδελφέ μου, σε είδα να κάθεσαι σ’ ένα βουνό από χρυσάφι και να χαίρεσαι για τα πλούτη σου, περήφανος για τους θησαυρούς σου, σίγουρος στην πίστη σου ότι κάθε χούφτα χρυσάφι που μάζεψες είναι αόρατος κρίκος που ενώνει τους πόθους και τις σκέψεις των άλλων ανθρώπων με τους δικούς σου. Σ’ είδα με τη φαντασία μου σαν ένα μεγάλο κατακτητή να οδηγείς τα στρατεύματα σου για να καταστρέψεις τα οχυρά των εχθρών σου. Κι όταν ξανακοίταξα, είδα μόνο μια μοναχική καρδιά να λιώνει πίσω από τα σεντούκια με το χρυσάφι, διψασμένο πουλί σε χρυσό κλουβί, κι ήταν στεγνός ο δίσκος του για νερό. Σ’ είδα, αδελφέ μου, να κάθεσαι στο θρόνο της δόξας, και γύρω σου στεκόταν άνθρωποι που υμνούσαν τη μεγαλοπρέπεια σου, και εγκωμίαζαν τα μεγάλα σου έργα, και παίνευαν τη σοφία σου, και σε κοίταζαν σαν να έβλεπαν προφήτη, κι οι καρδιές τους ανέβαιναν μέχρι τον ουρανό. Και καθώς ατένιζες τους υπηκόους σου, είδα στο πρόσωπο σου τα σημάδια της ευτυχίας και της δύναμης και του θριάμβου, σαν να ήσουν η ψυχή του κορμιού τους. Μα όταν ξανακοίταξα, σε βρήκα μόνο μέσα στη μοναξιά σου, να στέκεσαι δίπλα στο θρόνο σου, εξόριστος που άπλωνε το χέρι του σε κάθε κατεύθυνση, σαν να ζητούσε έλεος και καλοσύνη από αόρατα φαντάσματα, ικετεύοντας μόνο λίγη ζεστασιά και φιλία. Σ’ είδα, αδελφέ μου, ερωτευμένο με μια γλυκιά γυναίκα, να προσφέρεις την καρδιά σου στο βωμό της ομορφιάς της. Κι όταν την είδα να σε κοιτάζει με τρυφερότητα και μητρική αγάπη, μονολόγησα, πολλά χρόνια να ζήσει η αγάπη που σκότωσε τη μοναξιά του ανθρώπου αυτού κι ένωσε την καρδιά του με την καρδιά κάποιας άλλης. Κι όμως, όταν ξανακοίταξα, είδα μέσα στην ερωτευμένη καρδιά σου, άλλη μια μοναχική καρδιά, που μάταια πάσχιζε να φανερώσει τα μυστικά της σε μια γυναίκα. Και πίσω από τη γεμάτη αγάπη ψυχή σου, μια άλλη μοναχική ψυχή έμοιαζε σαν ταξιδιάρικο σύννεφο που μάταια παρακαλούσε να γίνει δάκρυα στα μάτια της αγαπημένης σου. Η ζωή σου, αδελφέ μου, είναι μοναχική κατοικία μακριά από τα σπίτια άλλων ανθρώπων. Είναι ένα σπίτι που κανένας γείτονας δεν έχει δει ποτέ πως είναι μέσα. Κι αν βυθιζόταν στο σκοτάδι, το φανάρι του γείτονα σου δε θα κατάφερνε να το φωτίσει. Κι αν άδειαζε, οι γείτονες δεν θα μπορούσαν να το γεμίσουν με τα δικά τους αγαθά. Κι αν ήταν στην έρημο, δεν θα μπορούσες να το πας στους κήπους των άλλων, που άλλα χέρια έχουν καλλιεργήσει κι έχουν φυτέψει. Κι αν ήταν στην κορυφή του κάποιου βουνού, δεν θα μπορούσες να το κατεβάσεις στην κοιλάδα, όπου άλλοι άνθρωποι περπατάνε. Η ζωή του πνεύματος σου, αδελφέ μου, σπαράζει μέσα στη μοναξιά, κι αν δεν υπήρχε τούτη η μοναξιά, δεν θα ήσουν εσύ, μήτε θα ήμουν εγώ. Αν δεν υπήρχε τούτη η μοναξιά, ακούγοντας τη φωνή σου, θα πίστευα πως εγώ έχω μιλήσει, ή βλέποντας το πρόσωπό σου, θα νόμιζα ότι τη δική μου εικόνα έβλεπα στον καθρέπτη.»

Kahlil Gibran

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top