"Κάποτε, λίγο πριν τελειώσω το Λύκειο, η μορφή του Καραγκιόζη ενοχλούσε την αλαζονική ελληνικότητα μου, αυτή που ήθελε τους προγονούς μου να είναι ευθυτενείς, περήφανοι Κούροι, όμορφοι σαν τον Απόλλωνα και σοφοί σαν τον Πλάτωνα. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι η Ελλάδα του Παρθενώνα μπορεί να είναι και Ελλάδα της παράγκας, ότι ο...Αριστοτέλης θα δεχόταν ποτέ στη φυλή του εκείνο τον καμπούρη ρακένδυτο κομπιναδόρο, τον Έλληνα που σκαρφίζεται όλων των ειδών τις πονηράδες προκειμένου να αρπάξει λίγα ψίχουλα από το τραπέζι του Βεζίρη και κάνει την επανάστασή του με θόρυβο ως προς τους ήχους, αθόρυβα ως προς τις τακτικές. Τότε, ως φρέσκια οδηγός που προσπαθούσε να κρύψει την απειρία της μέσα από τον ψευτοτσαμπουκά, ανερυθρίαστα χρησιμοποιούσα το όνομα εκείνου του αμόρφωτου ξυπόλητου κακομοίρη, για να βρίσω όποιον με ενοχλούσε στο δρόμο, διατηρώντας πάντα –όπως πίστευα- τις ύβρεις σε υψηλό επίπεδο: «Προχώρα σε Καραγκιόζη, αϊ σιχτιρ!».
Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, να γνωρίσω την ιστορία της φυλής μου, κυρίως μέσα από τον καθρέπτη, για να εκτιμήσω την αλήθεια που έκρυβε η φωνή του συμπαθούς κυρ- Ευγένιου «έρε, γλέντια!» και για να αναζητήσω τον Κούρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Παρθενώνα πίσω από εκείνες τις σκιές πάνω στο λευκό σεντόνι. Έπρεπε να αποβάλλω κομμάτι της ελληνικής αλαζονείας μου, για να ανακαλύψω την ελληνική υπερηφάνεια, αυτή που αντρειεύει για τον Παρθενώνα και κουτοπονηρεύει μπροστά σ’ ένα σαράι. Έτσι είμαι τελικά αν είμαι Ελληνίδα: όταν βλέπω ζωντανές τις αξίες μου, το θεό μου, τα ιδανικά και τη γνώση μου, γίνομαι γίγαντας και θέλω να τα φτάσω. Όταν βλέπω τριγύρω μου βεζίρηδες και φερέφωνα, ατομικά συμφέροντα και υποκρισία, καμπουριάζω και παραδίδομαι στη μοίρα μου ως κάτι που μου αξίζει, καταδικάζω τον εαυτό μου στην πνευματική ένδεια και αναλώνω το χρόνο μου στο κλέψιμο λίγων ψίχουλων, όπως και όποτε μπορώ, υποτάσσοντας το μέλλον μου σ’ ένα απάνθρωπο κισμέτ: «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε». Έτσι είμαι αν είμαι Ελληνίδα: οικειοποιούμαι τα δικαιώματα και τις επιτυχίες «εμείς οργανώσαμε τους καλυτέρους Ολυμπιακούς αγώνες» αλλά στέκω ως θύμα στις υποχρεώσεις και τις αποτυχίες: «πάντα έτσι έκαναν οι πολιτικοί… γιατί ο Έλληνας δεν ξέρει να επιλέγει!». Γίνομαι μέρος του «Εμείς» μπροστά στην αρχοντιά, αλλά παραμένω καμπούρης «εγώ» μπροστά στους άρχοντες. Αν είμαι Ελληνίδα, προτιμώ να είμαι στην κερκίδα: θαυμάζω ή υποτάσσομαι, χειροκροτώ ή αποδοκιμάζω, αλλά δύσκολα συμμετέχω και μόνο ώσπου να χορτάσω πολεμώ. Αν είμαι Ελληνίδα έχω ανάγκη από ήρωες, όπως ο Καραγκιόζης είχε ανάγκη από το Μέγα Αλέξανδρο να σώσει την παράγκα του…
Μόνο που στις μέρες μας άλλος ήρωας δε θα υπάρξει αν εγώ δε θελήσω να πολεμήσω για τις αξίες μου που πεθαίνουν… πρέπει να βγω από την παράγκα μου και να προσπαθήσω να σώσω την παράγκα του διπλανού μου, κι ας μείνω εγώ άστεγος, κι αυτό, αλίμονο, δεν ξέρω να το κάνω… Αν δε βρω τη δύναμη να πετάξω την καμπούρα από πάνω μου καλέ μου Καραγκιόζη, καμιά Ελλάδα δε θα μείνει όρθια, ούτε αυτή του Παρθενώνα, ούτε η άλλη της παράγκας. Ως σήμερα η φωνή του κυρ- Ευγένιου του καραγκιοζοπαίχτη λειτουργούσε ως συνείδηση και μου θύμιζε το χάλι μου. Τώρα που σιώπησε κι αυτή, φοβάμαι πως αν δεν αντιδράσω άμεσα, το φωτάκι στο σεντόνι θα σβήσει και η σκιά ακόμα κι εκείνου του καμπούρη Έλληνα θα χαθεί μπρος στο σαράι των βεζίρηδων…"
Πηγή: http://www.eptalofos.gr/OlaNew.asp?id=311-Μάρω Σιδέρη
Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, να γνωρίσω την ιστορία της φυλής μου, κυρίως μέσα από τον καθρέπτη, για να εκτιμήσω την αλήθεια που έκρυβε η φωνή του συμπαθούς κυρ- Ευγένιου «έρε, γλέντια!» και για να αναζητήσω τον Κούρο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Παρθενώνα πίσω από εκείνες τις σκιές πάνω στο λευκό σεντόνι. Έπρεπε να αποβάλλω κομμάτι της ελληνικής αλαζονείας μου, για να ανακαλύψω την ελληνική υπερηφάνεια, αυτή που αντρειεύει για τον Παρθενώνα και κουτοπονηρεύει μπροστά σ’ ένα σαράι. Έτσι είμαι τελικά αν είμαι Ελληνίδα: όταν βλέπω ζωντανές τις αξίες μου, το θεό μου, τα ιδανικά και τη γνώση μου, γίνομαι γίγαντας και θέλω να τα φτάσω. Όταν βλέπω τριγύρω μου βεζίρηδες και φερέφωνα, ατομικά συμφέροντα και υποκρισία, καμπουριάζω και παραδίδομαι στη μοίρα μου ως κάτι που μου αξίζει, καταδικάζω τον εαυτό μου στην πνευματική ένδεια και αναλώνω το χρόνο μου στο κλέψιμο λίγων ψίχουλων, όπως και όποτε μπορώ, υποτάσσοντας το μέλλον μου σ’ ένα απάνθρωπο κισμέτ: «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε». Έτσι είμαι αν είμαι Ελληνίδα: οικειοποιούμαι τα δικαιώματα και τις επιτυχίες «εμείς οργανώσαμε τους καλυτέρους Ολυμπιακούς αγώνες» αλλά στέκω ως θύμα στις υποχρεώσεις και τις αποτυχίες: «πάντα έτσι έκαναν οι πολιτικοί… γιατί ο Έλληνας δεν ξέρει να επιλέγει!». Γίνομαι μέρος του «Εμείς» μπροστά στην αρχοντιά, αλλά παραμένω καμπούρης «εγώ» μπροστά στους άρχοντες. Αν είμαι Ελληνίδα, προτιμώ να είμαι στην κερκίδα: θαυμάζω ή υποτάσσομαι, χειροκροτώ ή αποδοκιμάζω, αλλά δύσκολα συμμετέχω και μόνο ώσπου να χορτάσω πολεμώ. Αν είμαι Ελληνίδα έχω ανάγκη από ήρωες, όπως ο Καραγκιόζης είχε ανάγκη από το Μέγα Αλέξανδρο να σώσει την παράγκα του…
Μόνο που στις μέρες μας άλλος ήρωας δε θα υπάρξει αν εγώ δε θελήσω να πολεμήσω για τις αξίες μου που πεθαίνουν… πρέπει να βγω από την παράγκα μου και να προσπαθήσω να σώσω την παράγκα του διπλανού μου, κι ας μείνω εγώ άστεγος, κι αυτό, αλίμονο, δεν ξέρω να το κάνω… Αν δε βρω τη δύναμη να πετάξω την καμπούρα από πάνω μου καλέ μου Καραγκιόζη, καμιά Ελλάδα δε θα μείνει όρθια, ούτε αυτή του Παρθενώνα, ούτε η άλλη της παράγκας. Ως σήμερα η φωνή του κυρ- Ευγένιου του καραγκιοζοπαίχτη λειτουργούσε ως συνείδηση και μου θύμιζε το χάλι μου. Τώρα που σιώπησε κι αυτή, φοβάμαι πως αν δεν αντιδράσω άμεσα, το φωτάκι στο σεντόνι θα σβήσει και η σκιά ακόμα κι εκείνου του καμπούρη Έλληνα θα χαθεί μπρος στο σαράι των βεζίρηδων…"
Πηγή: http://www.eptalofos.gr/OlaNew.asp?id=311-Μάρω Σιδέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου