Η ζωή της ήταν πουά. Λευκή με μαύρες βούλες. Μα εκείνη την ήθελε κάτασπρη, φρεσκοπλυμένη, μυρωδάτη και ατσαλάκωτη. «Αυτές οι αναθεματισμένες μαύρες βούλες φταίνε που εμφανίζονται απρόσκλητες και τα χαλάνε όλα.».
Βλέπεις δεν είχε τη δουλειά, το σπίτι, τη ζωή που ονειρευόταν. Ζούσε στη Δράμα, πλήρωνε τριακόσια ευρώ ενοίκιο και δούλευε ως γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο. Ο άντρας της ζωής της ήθελε να συζήσουν, για εκείνη όμως δεν ήταν ακόμη καιρός. «Αυτό μας έλειπε». συνήθιζε να του λέει. «Να βρω μια καλή δουλειά πρώτα και μετά μετακομίζουμε στη Θεσσαλονίκη και ζούμε όσα ονειρευτήκαμε». Μέχρι τότε το είχε αποφασίσει. Θα έκανε υπομονή έως ότου έρχονταν καλύτερες μέρες. Αργούσαν βέβαια οι ρημάδες, αλλά θα περίμενε.
Θα φύλαγε τα χρωματιστά σεντόνια στο ντουλάπι μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο μεταλλικό κρεβάτι για να τα στρώσει. Θα ψώνιζε καινούργιο φόρεμα, μονάχα όταν αποκτούσε το τέλειο σώμα και θα έκανε τραπέζι στους φίλους της μόνο όταν μάθαινε να μαγειρεύει τέλεια. Έως τότε απλά θα έκανε υπομονή.
Άλλωστε η τύχη δεν την είχε ευνοήσει ως τότε. Έφταιγε εκείνη που δεν αγαπούσε τη δουλειά της; Αφού ο μπαμπάς δεν την άφησε να σπουδάσει υποκριτική. Τι να έκανε; Να του πήγαινε κόντρα; Κι ακόμα, έφταιγε εκείνη που ήταν υπέρβαρη; Αφού η μαμά μαγείρευε πάντα βαριά, λιπαρά φαγητά.. Ή μήπως ήταν δικό της το φταίξιμο που δεν τόλμησε πότε αυτό το μεταπτυχιακό στην Ισπανία; «Οι φίλοι, οι γονείς, τα ανίψια μου θα στενοχωριούνται μακριά μου» σκέφτονταν.
Τώρα όμως τα πράγματα θα άλλαζαν. Ο θεός, η μοίρα, το σύμπαν του Κοέλιο (που μαύρη η ώρα που το επινόησε) θα συνωμοτούσαν υπέρ της. Θα της χτυπούσαν το κουδούνι ένα πρωί αγκαλιά με την ζωή που ονειρευόταν τυλιγμένη σε κόκκινη κορδέλα. Μέχρι τότε το είχε πάρει απόφαση. Θα έκλεινε την ευτυχία της σε τάπερ και θα την φύλαγε στην κατάψυξη, δίπλα στον κιμά και τα φασόλια. Θα την ξεπάγωνε μόνο όταν οι συνθήκες κρίνονταν κατάλληλες.. Και τότε θα την απολάμβανε. Μόνο που αυτό το ονειρεμένο «αύριο» γίνονταν «μεθαύριο» και «παραμεθαύριο» και ούτο καθεξής .
Ώσπου μια μέρα η κατάψυξη χάλασε. Εκείνη έτρεξε πανικόβλητη να σώσει το τάπερ με την ευτυχία, αλλά μάταια. Είχε ξεπαγώσει. Δοκίμασε να την ζεστάνει στα μικροκύματα. Ήταν άθλια. Άγευστη, άοσμη και ανούσια σαν ξαναζεσταμένο φαγητό.
Ήταν σκληρή. Τόσο, που το μαχαίρι πάλευε να κόψει έστω και ένα μικρό κομματάκι. Της τρυπούσε την καρδιά αυτό το μαχαίρι. Της τσάκιζε την ψυχή και το μυαλό.
«Δεν μπορεί» έλεγε «αφού την πρόσεχα σαν τα μάτια μου».
Η ευτυχία της λοιπόν πετάχτηκε στα σκουπίδια. Ούτε καν στη σακούλα με τα ανακυκλώσιμα.. Εκείνη συνέχιζε να δουλεύει στο δικηγορικό γραφείο, να ζει στο νοίκι και τα βράδια να κοιμάται αγκαλιά με τα παγωμένα της όνειρα (μιας και ο σύντροφος έπαθε υποθερμία και την έκανε για πιο τροπικά κλίματα).Επιπλέον, η ζωή της εξακολουθούσε να είναι πουά. Μόνο που καμιά φορά της φαίνονταν πως οι μαύρες βούλες όλο και μεγάλωναν.
Όμως εκείνη δεν πτοούταν. Άλλωστε ο καταψύκτης περίμενε πάντα για το επόμενο τάπερ ευτυχίας, Ή μήπως όχι;
Πηγή: http://www.protagon.gr - Της Μαρίας Παπαδάκη, 17 ετών, Ηράκλειο Κρήτης
Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου