Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

Βιοντίζελ από γαϊδουράγκαθα...

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ VERT OIL, ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΟΙ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΟΙ Δ. ΝΙΤΣΙΟΣ ΚΑΙ Λ. ΙΣΑΑΚΙΔΗΣ

Του Π. Δ. ΥΦΑΝΤΗ

Σε μια εποχή που οι τιμές του λαδιού, των σιτηρών ή του βαμβακιού σημειώνουν ελεύθερη πτώση -και μαζί τους το εισόδημα των αγροτών- τη λύση θα μπορούσαν να δώσουν φυτά όπως τα ταπεινά... «γαϊδουράγκαθα»!
Τα γαϊδουράγκαθα αποτελούν και φτηνή ζωοτροφή, λέει ο Λ. Ισαακίδης.
Λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, οι μηχανολόγοι Δ. Νίτσιος και Λ. Ισαακίδης δημιούργησαν στη Θεσσαλονίκη τη Vert Oil. Μια εταιρεία η οποία παράγει βιοκαύσιμα χρησιμοποιώντας μια μονάδα που σχεδίασε, ανέπτυξε και κατασκεύασε η ίδια, σε συνεργασία με σχολές Πολυτεχνείων και ΤΕΙ της Βόρειας Ελλάδας. Ετσι, κατάφερε να μειώσει κατά 70-80% το αρχικό κόστος της επένδυσης, με αποτέλεσμα να γίνει κερδοφόρα από το δεύτερο κιόλας χρόνο της λειτουργίας της.

Οι παραγωγοί

Πρόσφατα η Vert Oil κατάφερε να παραγάγει βιοντίζελ στα εργαστήριά της χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη... άγριες αγκινάρες (γαϊδουράγκαθα). Τα αποτελέσματα θεωρήθηκαν εξαιρετικά και, ήδη, η εταιρεία έχει συμφωνήσει κατ' αρχάς με τους αγρότες ενός από τα «κεφαλοχώρια» της Θεσσαλίας προκειμένου να καλλιεργήσουν δοκιμαστικά 50.000 στρέμματα με το συγκεκριμένο φυτό.
Καλλιέργειες όπως αυτές μπορούν να προσφέρουν πρόσθετο εισόδημα στους αγρότες. Οι οποίοι θα γνωρίζουν από πριν τα χρήματα που θα εισπράξουν, αφού οι μονάδες που παράγουν βιοκαύσιμα υπογράφουν συμβόλαια με συγκεκριμένες τιμές και ποσότητες πρώτης ύλης που χρειάζονται.

«Τέτοια φυτά είναι πολλαπλά χρήσιμα, αφού από αυτά παράγεται λάδι που χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοντίζελ, ενώ ό,τι απομένει αποτελεί μιας πρώτης τάξεως, φθηνή ζωοτροφή για την κτηνοτροφία της περιοχής», λέει ο Λ. Ισαακίδης. Ωστόσο, η καλλιέργεια τέτοιων φυτών συναντά πολλά εμπόδια από την πρακτική του κράτους αλλά και ποικίλα συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ελλληνικής αγροτικής οικονομίας.

Στη χώρα μας λειτουργούν σήμερα 11 μονάδες παραγωγής βιοντίζελ, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να παράγουν περί τους 800.000 τόνους «πράσινο» καύσιμο. Ωστόσο, η Ελλάδα χρησιμοποιεί μόνο περί τους 44.000 τόνους, ώστε να καλύπτει η υποχρέωση που έχουμε αναλάβει από την Ε.Ε.

Μάλιστα, η ποσότητα αυτή παράγεται κυρίως με βάση εισαγόμενες πρώτες ύλες (φοινικέλαιο, σογιέλαιο ή τηγανέλαια). Από την ελληνική γη προέρχεται ένα μικρό ποσοστό της πρώτης ύλης (κυρίως ηλιέλαιο ή ελαιοκράμβη). Μέσα σ' όλα το αρμόδιο υπουργείο Ανάπτυξης καθυστερεί να ορίσει πόση ποσότητα βιοντίζελ πρέπει να παράγει κάθε εταιρεία. Επειδή, όμως, οι εταιρείες δεν γνωρίζουν την ποσότητα που θα παραγάγουν, δεν μπορούν να κλείσουν συμβόλαια για την παραγωγή ενεργειακών φυτών (κυρίως ηλίανθος, κράμβη, σόργος) στην Ελλάδα. Οπότε το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης ύλης είναι εισαγόμενο, προς όφελος των εισαγωγέων του είδους.

Το «λόμπι»

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως αντιδρά το «λόμπι» των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ή εμπορία λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. «Η καλλιέργεια φυτών όπως τα γαϊδουράγκαθα είναι εξαιρετικά φθηνή», λέει ο Λ. Ισαακίδης. «Μια φορά σπέρνεις, και θερίζεις τα επόμενα δέκα χρόνια. Επιπλέον, δεν χρειάζονται ούτε λίπασμα ούτε φυτοφάρμακα».

Η εταιρεία, σε συνεργασία με την ομάδα βιομάζας και απορριμμάτων, του εργαστηρίου τεχνολογίας χημικών εγκαταστάσεων, του τμήματος Χημικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, ολοκλήρωσε μελέτη για τη μονάδα λιγνίτη της Πτολεμαΐδας. Από αυτήν προκύπτει ότι το εργοστάσιο της ΔΕΗ όχι μόνο μπορεί να διασωθεί, αλλά να εξελιχθεί σε μια ιδιαίτερα αποδοτική και «οικονομική» μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της δημόσιας επιχείρησης.

Σύμφωνα με τη μελέτη, με την προσθήκη γλυκερίνης από τη μονάδα βιοντίζελ της Vert Oil στο λιγνίτη της Πτολεμαΐδας το εμπλουτισμένο καύσιμο είχε 153-163% μεγαλύτερη θερμογόνο δύναμη σε σχέση με τον απλό λιγνίτη (χωρίς να αυξηθεί η τέφρα), οπότε επιτυγχάνεται σημαντική εξοικονόμηση, αφού απαιτείται αρκετά λιγότερος λιγνίτης για να παραχθεί ένα συγκεκριμένο ποσό ενέργειας. Επιπλέον, μειώθηκαν οι εκπομπές ρύπων: κατά 59% του διοξειδίου του άνθρακα και κατά 60% του διοξειδίου του νατρίου. Παράλληλα, μειώθηκε το κόστος εξόρυξης του λιγνίτη.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τώρα που φάγαμε το τζάμπα λιγνίτη σαν λυσσασμένοι(???) αντί σαν κόροι οφθαλμού!!!! ως στρατηγικό απόθεμα !!!να διατηρήσουμε θα κάψουμε(XAXAA) τα γαϊδουράγκαθα σωστός και κύριος » επιστημονικά» τεκμηριωμένος(?) ….

 
back to top