ΜΟΝΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΔΕΝ ΩΦΕΛΗΣΕ ΤΟ ΦΙΛΟΔΟΞΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΑΣ ΡΥΠΩΝ
Παρά τις διακηρύξεις, τις συμφωνίες, τα πρωτόκολλα και τις «απειλές» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ρύποι που εκλύουν σήμερα οι πιο ενεργοβόρες επιχειρήσεις της Ευρώπης αυξάνονται, αντί να μειώνονται. Και μαζί με τις εκπομπές, αυξάνονται και τα κέρδη τους.
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, για να περιορίσει τη μόλυνση του περιβάλλοντος, δημιούργησε μια αγορά- ένα είδος Χρηματιστηρίου- στην οποία οι ρυπογόνες εταιρείες (όπως η ΔΕΗ) θα πλήρωναν για να αγοράσουν τα λεγόμενα δικαιώματα ρύπων, σήμερα φαίνεται να έχει αποτύχει πλήρως.
Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη λειτουργία του, το 2005, το μόνο που κατάφερε το σύστημα ήταν να αποφέρει κέρδη δισεκατομμυρίων ευρώ στις πλέον «[βρώμικες» βιομηχανίες της Ευρώπης. Τα οφέλη για το περιβάλλον ήταν ελάχιστα ή και μηδενικά. Εταιρείες ενέργειας από την Ισπανία, τη Βρετανία και την Πολωνία αύξησαν τα τιμολόγια του ρεύματος, ώστε να αντανακλούν τις τιμές με τις οποίες θα είχαν αγοράσει τα δικαιώματα (αν τα είχαν αγοράσει και δεν τους τα είχαν δώσει δωρεάν οι κυβερνήσεις τους, όπως έγινε στην πραγματικότητα). Και δεν σταμάτησαν εκεί. Κάποιες εταιρείες χρέωσαν τους καταναλωτές τους με κόστος εντελώς δυσανάλογο από το πραγματικό κόστος που θα σήμαινε για τις ίδιες η αγορά των δικαιωμάτων. Κερδοσκόπησαν, δηλαδή, εις βάρος των καταναλωτών με την ανοχή (ελέγχεται) ακόμη και κάποιων κυβερνήσεων.
Κέρδισε 5 δισ. ευρώ σε 3 χρόνια
Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Ιnternational Ηerald Τribune», ήταν αυτό της γερμανικής εταιρείας ηλεκτρισμού RWΕ, που έχει παραδεχθεί ότι είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τραπεζικούς αναλυτές, κατά τα 3 πρώτα χρόνια εφαρμογής του συστήματος κέρδισε 5 δισ. ευρώ με την παραπάνω μέθοδο- περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία στην Ευρώπη. Η ίδια αντέκρουσε τις κατηγορίες που της αποδόθηκαν, υποστηρίζοντας ότι για τα ακριβότερα τιμολόγια ευθύνονται οι αυξήσεις του άνθρακα και του φυσικού αέριου. Εντούτοις, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας, έκθεση της Γερμανικής Επιτροπής Ανταγωνισμού κάνει λόγο για «καταχρηστική τιμολογιακή πολιτική» της RWΕ προς τους καταναλωτές.
Μάχη στις Βρυξέλλες
Το χειρότερο, ωστόσο, είναι ότι η Ευρώπη δεν μοιάζει να διδάχθηκε από τα λάθη του παρελθόντος. Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών που ολοκληρώθηκε χθες με κεντρικό θέμα την οριστικοποίηση του επόμενου- και πιο αυστηρού- σταδίου του συστήματος εμπορίας ρύπων, αυτού της περιόδου 2013 και μετά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες εμφανίστηκαν απρόθυμοι να υιοθετήσουν τους στόχους που τέθηκαν το 2007 για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Υπό τις πιέσεις του πανίσχυρου ενεργειακού λόμπι αλλά και με άλλοθι την οικονομική κρίση, ο ένας μετά τον άλλον έδειξαν διαθέσεις υπαναχώρησης από την αρχική συμφωνία, με το επιχείρημα ότι το κόστος για την επίτευξή της θα πλήξει την απασχόληση και τις επενδύσεις. Και όμως τον Μάρτιο του 2007 και οι «27» είχαν συμφωνήσει ότι μέχρι το 2020 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να έχει μειωθεί κατά τουλάχιστον 20% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Το τότε σχέδιο προέβλεπε ότι για να γίνει αυτό, από το 2013 και μετά η βαριά βιομηχανία, όπως η ηλεκτροπαραγωγή, θα πρέπει να αγοράζει τις άδειες εκπομπής ρύπων από τα λεγόμενα χρηματιστήρια ρύπων, αντί να τις μοιράζεται δωρεάν όπως σήμερα. Εφόσον ισχύσει αυτό στην περίπτωση της Ελλάδας, η ΔΕΗ θα επιβαρυνθεί από το 2013 και μετά με ένα αστρονομικού ύψους ποσό, μεταξύ του ενός και των 2,2 δισ. ευρώ κάθε χρόνο.
Η αρχική ωστόσο πρόθεση της Ε.Ε. προκάλεσε αντιδράσεις εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η Πολωνία και επτά ακόμα χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες εξαρτώνται από τον λιθάνθρακα για την κάλυψη των αναγκών τους σε ηλεκτρισμό, υποστηρίζουν ότι θα υποστούν σημαντική οικονομική ζημιά. Λίγες ημέρες πριν από τη Σύνοδο ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι προειδοποίησε ότι δεν θα δεχθεί μέτρα που απειλούν τη βιομηχανία, ενώ και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ εμφανίστηκε απρόθυμη να δεχθεί περιβαλλοντικούς στόχους που θα μπορούσαν, όπως υποστήριξε, να πλήξουν την απασχόληση. Ακόμα και η Βρετανία, η οποία πρωτοστατεί στον διεθνή αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής, αρνήθηκε την ιδέα ενός ξεχωριστού ταμείου για τη χρηματοδότηση μέτρων κατά των ρύπων στη φτωχότερη Ανατολική Ευρώπη.
Υπονομεύθηκε πριν καν αρχίσει
Το σύστημα αγοραπωλησίας ρύπων, όταν πρωτοεφαρμόστηκε, βασίστηκε στην εξής ιδέα: κάθε ρυπογόνος βιομηχανία θα ήταν υποχρεωμένη να αγοράζει άδειες για το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι για όλους τους ρύπους που εκπέμπει κάθε χρόνο. Αν παρήγαγε περισσότερους ρύπους από τα δικαιώματα που της είχαν παραχωρηθεί δωρεάν από την κυβέρνησή της, τότε θα έπρεπε να αγοράσει και άλλα. Αν πάλι εξέπεμπε λιγότερους ρύπους, θα μπορούσε να πουλήσει τα επιπλέον δικαιώματα σε κάποιο από τα χρηματιστήρια ρύπων που θα δημιουργούνταν.
Το πλαίσιο όμως που προέκυψε απείχε τελικά πολύ από το αρχικό μοντέλο. Το 2005, χρονιά έναρξης εφαρμογής του συστήματος, η μία μετά την άλλη οι κυβερνήσεις της Ε.Ε., υπό τις έντονες πιέσεις των βιομηχανιών τους, μοίρασαν απλόχερα δικαιώματα εκπομπών στις επιχειρήσεις, προκειμένου οι τελευταίες να αποφύγουν το κόστος που θα είχαν αν προέβαιναν σε επενδύσεις αντιρρυπαντικής τεχνολογίας. Γρήγορα σχηματίστηκε υπερπροσφορά δικαιωμάτων, με συνέπεια η τιμή τους στα χρηματιστήρια να καταρρεύσει, φτάνοντας και... το 1 ευρώ/ τόνο CΟ2. Με τις τιμές σε αυτά τα επίπεδα συνέφερε τις επιχειρήσεις να αγοράσουν μαζικά δικαιώματα- για να τα πουλήσουν αργότερα- παρά να προβούν σε επενδύσεις αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, που ήταν και απ΄ την αρχή ο σκοπός του όλου εγχειρήματος.
Κάποιες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πλούτισαν αυξάνοντας τα τιμολόγια στο ρεύμα, επικαλούμενες το κόστος των δικαιωμάτων τα οποία όμως τους είχαν παραχωρηθεί δωρεάν!
Η αποτυχία του συστήματος α λα ελληνικά
Για να αντιληφθεί κανείς την παταγώδη αποτυχία του συστήματος, αρκεί να σημειωθεί ότι τα δικαιώματα που μοίρασε το 2005 η ελληνική κυβέρνηση στα 152 ενεργοβόρα εργοστάσια που συμμετέχουν σε αυτό (τα περισσότερα είναι μονάδες της ΔΕΗ) ήταν συνολικά 71,13 εκατ. τόνοι, όταν όλα μαζί εξέπεμψαν λιγότερους ρύπους, της τάξης των 71,03 εκατ. τόνων. Τους έδωσε, δηλαδή, δικαιώματα εκπομπής ρύπων για 100.000 τόνους περισσότερους από τις πραγματικές τους ανάγκες, με συνέπεια ελάχιστες επιχειρήσεις να προβούν σε επενδύσεις αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, αφού χωρίς το παραμικρό κόστος μπορούσαν να καλύψουν τον στόχο. Τα δικαιώματα που περίσσευαν, οι ελληνικές επιχειρήσεις- όπως έκαναν άλλωστε και οι ξένες - τα πούλησαν στα χρηματιστήρια ρύπων.
Πηγή: Εφημερίδα Τα Νέα
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008
Κέρδη για το λόμπι των ρυπογόνων βιομηχανιών...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου