Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Ο Ενεργειακός Σχεδιασμός του 2020 και Μετά...


Πριν μιλήσουμε για τα επόμενα είκοσι χρόνια είναι σκόπιμο να δούμε που είμαστε τώρα. Γνωρίζουμε όλοι ότι το κύριο χαρακτηριστικό του Ελληνικού Συστήματος είναι η μεγάλη συγκέντρωση σταθμών παραγωγής στο βορειο τμήμα της χώρας (Δυτική Μακεδονία, περιοχή Πτολεμαίδας), ενώ το κύριο κέντρο κατανάλωσης βρίσκεται στο Νότο (περιοχή Αττικής). Δεδομένου ότι και οι διεθνείς διασυνδέσεις (με Βουλγαρία και ΠΓΔΜ) είναι στο Βορρά, υπάρχει μεγάλη γεωγραφική ανισοροπία μεταξύ παραγωγής και φορτίων κατανάλωσης. Στο Βορρά είναι εγκατεστημένο το 62,35% των θερμικών μονάδων (5.328 MW) ενώ το κύριο κέντρο κατανάλωσης βρίσκεται στο Νότο και συγκεκριμένα στη περιοχή της Αττικής όπου η κατανάλωση φθάνει το 35%.
Το γεγονός αυτό οδηγεί στην ανάγκη μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων ισχύος κατά το γεωγραφικό άξονα Βορρά- Νότου.
Η μεγάλη γεωγραφική ανισοροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, που αποτελεί μία εγγενή αδυναμία του ηλεκτρικού μας Συστήματος, έχει ως συνέπεια την εμφάνιση προβλημάτων ασφάλειας και κυρίως αστάθειας τάσεων και συνακόλουθων δυσκολιών στη διατήρηση ικανοποιητικών επιπέδων τάσεως στο Νοτιο Σύστημα σε περιπτώσεις μειωμένης διαθεσιμότητας παραγωγής στο Νότιο Σύστημα ή μεγάλων διαταραχών κατά τις ώρες υψηλού φορτίου. Οι περιοχές της Αττικής και της Πελοποννήσου είναι οι πιο κρίσιμες περιοχές του Συστήματος από πλευράς ευστάθειας τάσεων. Έχει όμως και άλλες πολλές επιπτώσεις, περιβαλλοντικές, κοινωνικές και κοστολογικές.
Περιβαλλοντικές, γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε, η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή είναι η πλέον επιβαρυντική για το περιβάλλον και τους ανθρώπους που ζουν και εργάζονται εκεί. Κοινωνική, γιατί η υπόλοιπη Ελλάδα έχει επαναπαυθεί από το ότι η ηλεκτροπαραγωγή είναι αλλού, και αρνείται να ακόμα και να έχει ανανεώσιμες πηγές δίπλα της. Κοστολογική γιατί το κόστος των απωλειών μεταφοράς επιβαρύνει τα τιμολόγια κυρίως των βιομηχανιών υψηλής τάσης, με αποτέλεσμα να γίνονται αυτές όλο και λιγότερο ανταγωνιστικές και να αυξάνεται η ανεργία.
Με αυτά τα δεδομένα, η επιχειρούμενη στροφή στην περιβαλλοντική και ενεργειακή πολιτική προς την πράσινη ανάπτυξη, οδηγεί σε σαφή μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, τόσο όσον αφορά στο ενεργειακό μας μίγμα όσο και στο αναπτυξιακό μοντέλλο, αλλά και να καθορίσει μακροπρόθεσμα νέες κοινωνικές ισοροπίες.
Η μεγάλη επιβάρυνση στο κόστος ηλεκτροπαραγωγής από τα δικαιώματα διοξειδίου μετά το 2013 θα καταστήσουν κάποιες λιγνιτικές μονάδες ασύμφορες, οι δε πιο καινούργιες από τις εγκατεστημένες θα πρέπει να εφοδιαστούν με συστήματα δέσμευσης διοξειδίου.
Η εντατικοποίηση της πολιτικής προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να ξεπεράσει δύο βασικά εμπόδια. Το πρώτο είναι η τοπική αποδοχή των εγκαταστάσεων και επίσης η αποδοχή της συμβολής της περιφερειακής τοπικής κοινωνίας στην ηλεκτροδότηση του κοινωνικού συνόλου μέσα από φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες. Το δεύτερο είναι οι εκτέλεση των αναγκαίων επενδύσεων σε δίκτυα ώστε να μεταφέρεται η πράσινη ενέργεια στους τόπους κατανάλωσης. Η υπέρβαση των βασικών αυτών εμποδίων απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό υποδομών σε κοινωνική, χωροταξική και επενδυτική βάση. Αυτές είναι οι κύριες υποδομές που απαιτούνται. Με αυτή την έννοια εκτιμούμε ότι δεν αναμένεται να δούμε την προβλεπόμενη μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων στη Χώρα πριν τα τέλη της επόμενης δεκαετίας.
Έτσι το άμεσο μέλλον της συμβατικής ηλεκτροπαραγωγής της Χώρας, από τα πράγματα, βασίζεται στο φυσικό αέριο. Το φυσικό αέριο αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ του ενεργειακού παρόντος και του μέλλοντος κυρίως λόγω των περιβαλλοντικών του χαρακτηριστικών. Το 2010 θα λειτουργήσουν τρεις νέες ιδιωτικές μονάδες και το 2011 άλλες δύο. Οι λιγνιτικές της Μεγαλόπολης είναι σε διαδικασία αντικατάστασης από μονάδες φυσικού αερίου. Όμως αντιμετωπίζουμε θέματα διασφάλισης και ασφάλειας των προμηθειών αερίου. Οι αγωγοί αερίου ( και πετρελαίου), επειδή ακριβώς είναι διακρατικοί, αποτελούν κρίσιμο μέγεθος στην εξωτερική πολιτική των χωρών, και γι΄αυτό το λόγο ενέχουν τεράστιους χρόνους ωρίμανσης πριν την όποια κατασκευή και λειτουργία. Επομένως τώρα στη Χώρα μας είναι άμεσα απαραίτητο να εξασφαλιστεί η ασφάλεια και η πολλαπλότητα των προμηθειών φυσικού αερίου καθώς και η ισότιμη πρόσβαση στο καύσιμο, και να διευρυνθεί η βάση υγροποιημένου φυσικού αερίου που προσφέρει δυνατότητα πολλών προμηθευτών, είτε μέσω αύξησης της δυναμικότητας της Ρεβυθούσας είτε μέσω ενός νέου σταθμού υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα αποτελεί πράγματι ένα σημαντικό χώρο ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και ιδιαίτερα αιολικών πάρκων. Όμως η ανάπτυξη αιολικών πάρκων δεν υποκαθιστά πλήρως την αναγκαιότητα μεγάλων θερμικών σταθμών. Ο λόγος είναι ότι όταν έχει αέρα, πράγματι δεν χρειάζονται να λειτουργούν οι θερμικοί σταθμοί πλήρως. Όταν όμως δεν έχει αέρα τότε χρειάζεται να υποκατασταθεί ένα μέρος της ανανεώσιμης παραγωγής από θερμικούς σταθμούς. Η στοχαστική αυτή λειτουργία των αιολικών απαιτεί κατ’ αρχήν την ανάπτυξη θερμικών σταθμών οι οποίοι να μπορούν να τεθούν σε πλήρη λειτουργία σε σύντομο χρόνο.Τόσο για λόγους προστασίας περιβάλλοντος όσο και για λόγους τεχνικούς, μόνο οι σταθμοί που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο ως καύσιμο έχουν τη δυνατότητα να υποκαταστήσουν άμεσα και εφ’ όσον χρειαστεί, την Ανανεώσιμη παραγωγή ηλεκτρισμού.
Γίνεται κατανοητό ότι οι επιλογές του απώτερου μέλλοντος είναι περιορισμένες, δηλαδή ανανεώσιμες πηγές και φυσικό αέριο. Η παραμονή του εθνικού μας καυσίμου στο ενεργειακό ισοζύγιο, του λιγνίτη, θα επιτευχθεί με εκτεταμένες επενδύσεις σε τεχνολογίες δέσμευσης διοξειδίου.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφής ο ρόλος της τεχνολογίας. Υπάρχει ένα ανοιχτό θέμα αποδοχής των νέων ενεργειακών τεχνολογιών (πολλές από τις οποίες είναι πολύ ώριμες και σε ευρεία λειτουργία σε άλλες χώρες) το οποίο απασχολεί όλη την ενεργειακή κοινότητα. Η «πράσινη ανάπτυξη» βασίζεται σε αυτές τις τεχνολογίες. Τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου, ανεμογεννήτριες μεγάλης ισχύος, φωτοβολταϊκά, η συμπαραγωγή μικρής και μεγάλης ισχύος όπου είναι εφικτό, ο διαχωρισμός και η καύση των απορριμάτων, η βιομάζα από μη βρώσιμα δευτερογενή προϊόντα, εφαρμόζονται ευρέως σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, τόσο διότι εξοικονομούν σημαντικές ποσότητες πρωτογενούς ενέργειας όσο και διότι συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομία και την προστασία του περιβάλλοντος. Πρέπει άμεσα να αρθούν τα εμπόδια για την εφαρμογή τους και να διευκολυνθεί η ένταξή τους στο ενεργειακό σύστημα της Χώρας. Η ένταξη και αποδοχή των καλύτερων διαθέσιμων τεχνολογιών και αντίστοιχων πρακτικών, θα δώσει την απαραίτητη ώθηση στις τεχνολογίες της πράσινης ενέργειας και φυσικά της πράσινης οικονομίας.
Είναι ακριβώς το ζήτημα του περιβάλλοντος που έδωσε τεράστια ώθηση στις ενεργειακές επενδύσεις και την ανάπτυξη τεχνολογιών και ταυτόχρονα υποχρέωσε σε ευρύτερες θεσμικές αναδιαρθρώσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.Ιδιαίτερα σε εποχές οικονομικής στενότητας καθίσταται απαραίτητη η μόχλευση των ιδιωτικών επενδύσεων, και το ελάχιστο που μπορεί να κάνει μία κυβέρνηση είναι να παράξει ασφάλεια των επενδύσεων. Η ασφάλεια των επενδύσεων δεν είναι θεωρητικό μέγεθος, αντίθετα επιτυγχάνεται με μηδενικό κόστος με το να αφαιρεθούν τα απίστευτα εμπόδια που υπάρχουν στις ενεργειακές επενδύσεις και να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι πρόσβασης στην αγορά τόσο του φυσικού αερίου όσο και του ηλεκτρισμού.
Αυτό σημαίνει άμεση τακτοποίηση των Κωδίκων ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου και μία ισχυρή Ρυθμιστική Αρχή που διασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση και συμμετοχή στην αγορά ηλεκτρισμού και αερίου με ίσους όρους ανταγωνισμού. Η ισονομία, η αυστηρή εποπτεία της χονδρεμπορικής αγοράς, ο σαφής διαχωρισμός των κέντρων κόστους, και η οριοθέτηση του μακροχρόνιου οριακού κόστους συστήματος, συνεισφέρουν καθοριστικά στην ασφάλεια των ενεργειακών επενδύσεων.
Η Χώρα χρειάζεται άμεσα επίσης ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας το οποίο μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσα από μία ρύθμιση δυνατότητας «Χρηματοδότησης από Τρίτους», όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο, καθώς και της θεσμοθέτησης των Λευκών Πιστοποιητικών για την εξοικονόμηση ενέργειας.
Το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι πάντοτε διαθέσιμο και έτοιμο, ως ένα από τα κύρια ανεξάρτητα thinktanks του ενεργειακού τομέα, να συμβάλλει με τις δυνάμεις του στο διάλογο και τη διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών για την ενεργειακή και αναπτυξιακή μας βιωσιμότητα.

του Δρος Ιωάννη Δεσύπρη, Προέδρου του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)
(το άρθρο έχει δημοσιευθεί και στο περιοδικό "Energy Point", τ.29, Δεκέμβριος 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top