Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Η κρίση και ο ξεπερασμένος λιγνίτης ορίζουν την ελληνική κλιματική πολιτική...

Η Ελλάδα κατέλαβε τη 17η θέση ανάμεσα στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εφαρμογή πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, παρουσιάζοντας μικρή βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Ωστόσο, η ‘βελτίωση’ αυτή δεν προέκυψε από αναπτυξιακές πολιτικές που μειώνουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων, αλλά λόγω της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας και της πτώσης ανταγωνιστικότητας του λιγνίτη, σημειώνουν το WWF Ελλάς και το ελληνικό γραφείο της Greenpeace. Αντίθετα, η χώρα μας όχι μόνο έχει καταφέρει να αυξήσει (!) το ανθρακικό της αποτύπωμα ανά μονάδα ΑΕΠ αλλά επιμένει στην προώθηση μεγάλων έργων ορυκτών καυσίμων τα επόμενα χρόνια!
Τα παραπάνω προκύπτουν από τη διεθνή αξιολόγηση Climate Change Performance Index 2016 που πραγματοποιεί ετησίως η οργάνωση Germanwatch σε συνεργασία με το δίκτυο οργανώσεων Climate Actiοn Network (CAN), στο οποίο συμμετέχουν το WWF και η Greenpeace, και η οποία δημοσιεύεται διεθνώς (δείτε την ολόκληρη στα αγγλικά εδώ).
Η συγκεκριμένη αξιολόγηση βαθμολογεί τις προσπάθειες ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής των 58 κρατών που ευθύνονται συνολικά για το 90% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τον τομέα της ενέργειας.
Η φετινή επίδοση της χώρας μας παρουσιάζει βελτίωση σε σχέση με τα περσινά αποτελέσματα, καθώς η Ελλάδα κατατάσσεται φέτος στην 25η θέση παγκοσμίως, σε σχέση με την 33η πέρυσι, και στην 17η στην ΕΕ-28, σε σχέση με την και 23η το 2016. Πού οφείλεται όμως αυτή η φαινομενική βελτίωση;

Οικονομική κρίση ή εθνική κλιματική πολιτική;
Τον πλέον σημαντικό ρόλο στα φετινά αποτελέσματα έχει διαδραματίσει η επιβράδυνση, λόγω κρίσης, των οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλα τα επίπεδα, και όχι η συστηματική προσπάθεια περιορισμού του εθνικού ανθρακικού αποτυπώματος από την κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα, η ύφεση είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής παροχής πρωτογενούς ενέργειας κατά 21,5% στο διάστημα 2009-2014, ενώ ιδιαίτερα εμφανείς ήταν και οι επιπτώσεις της στους τομείς των οδικών μεταφορών και των κατοικιών, όπου η συνολική κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε κατά 28,5%.
Ενδεικτικό της απραξίας, σε επίπεδο εθνικής κλιματικής πολιτικής, είναι πως η Ελλάδα και η Εσθονία είναι οι 2 μόνες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν σημειώσει αύξηση της ενεργειακής τους έντασης από το 2009[1], ακόμα δηλαδή και μέσα στην περίοδο της ύφεσης.
Λιγνίτης ή καθαρές πηγές ενέργειας;
Παρά το αβέβαιο επενδυτικό κλίμα στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι καθαρές τεχνολογίες έχουν αυξήσει το μερίδιο τους σε σημαντικό ποσοστό – το 2014 η παραγωγή από φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες ήταν σχεδόν τριπλάσια αυτής του 2009.
Ταυτόχρονα, η μείωση της ανταγωνιστικότητας του λιγνίτη, λόγω της κακής ποιότητας του καυσίμου, της αύξησης του κόστους εξόρυξής του και των αυξημένων δαπανών αναβάθμισης και λειτουργίας των μονάδων της ΔΕΗ είχε ως αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό της χρήσης του. Έτσι, την περίοδο 2009-2014 η συμβολή του στην ηλεκτροπαραγωγή μειώθηκε κατά 24,5%.
«Εκτός από την κρίση, η Ελλάδα σημειώνει πρόοδο στις κλιματικές της επιδόσεις γιατί ο λιγνίτης χάνει συνεχώς έδαφος από τις ΑΠΕ, όχι γιατί η ΔΕΗ και η Κυβέρνηση το επιλέγουν αλλά γιατί η εποχή του εκ των πραγμάτων έχει παρέλθει, καθιστώντας τον μη ανταγωνιστικό. Η προσπάθεια αναβίωσης του λιγνίτη που επιχειρεί η ΔΕΗ, προγραμματίζοντας 2 νέες λιγνιτικές μονάδες και πασχίζοντας να δώσει παράταση ζωής στις παλιότερες, θα βλάψει όχι μόνο τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον και τους καταναλωτές αλλά και την ίδια την επιχείρηση», ανέφερε σχετικά ο Νίκος Μάντζαρης, υπεύθυνος Τομέα Ενεργειακής και Κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς.
«Καθώς κορυφώνεται η παγκόσμια προσπάθεια για την έγκαιρη μετάβαση σε σύγχρονες και καθαρές πηγές ενέργειας, η ελληνική κυβέρνηση κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να παραμείνει η χώρα εγκλωβισμένη στο χθες. Τα σχέδια για βρώμικες και ξεπερασμένες τεχνολογικά λιγνιτικές μονάδες απειλούν με μόνιμο οικονομικό μαρασμό τη χώρα και συμβάλλουν στη μη-αναστρέψιμη αντικατάσταση του ήπιου μεσογειακού κλίματος με αυτό της Βόρειας Αφρικής. Η άμεση ακύρωση όλων των νέων έργων ορυκτών καυσίμων και η αντικατάστασή τους με καθαρές και βιώσιμες επενδύσεις είναι πρωτίστως ζήτημα επιβίωσης για όλους μας», ανέφερε ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλιματικών αλλαγών στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.


[1] Συνολική παροχή πρωτογενούς ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ Σημειώσεις προς συντάκτες:
1. Ο δείκτης CCPI (Climate Change Performance Index) είναι ένα εργαλείο που έχει σχεδιαστεί με γνώμονα την αύξηση της διαφάνειας στις διεθνείς κλιματικές πολιτικές. Ο στόχος είναι η άσκηση πολιτικής και κοινωνικής πίεσης προς τις χώρες που αποτυγχάνουν να λάβουν φιλόδοξα μέτρα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, και η επιβράβευση όσων πετυχαίνουν μια σχετική πρόοδο. Δείτε συνημμένο πίνακα με την κατάταξη των χωρών.
2. Ο δείκτης CCPI αξιολογεί τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα από τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ). Συγκεκριμένα, για την εξέλιξη των εκπομπών CO2 λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα της περιόδου 2009-2014, ενώ για τις συνολικές εκπομπές λαμβάνεται υπόψη η τελευταία τριετία (2012-2014).
3. Η αξιολόγηση στηρίζεται κυρίως σε αντικειμενικά στοιχεία. Το 80% των βαθμών συγκεντρώνεται από τις εκπομπές CO2, της αποδοτικότητας και της διείσδυσης ΑΠΕ, ενώ το υπόλοιπο 20% προέρχεται από αξιολογήσεις ειδικών επιστημόνων.
Στοιχεία από τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας για την Ελλάδα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top