Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Προς ένα κόσμο χωρίς κράτη....


«Αντιεξουσιαστής» δήλωνε προεκλογικά (2009) ο νυν πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου. Η ρήση του αυτή εξελήφθη ως φθηνή προεκλογική κορώνα και προκάλεσε γενική θυμηδία. Ειδικά, όταν συνδυάστηκε με άλλες παλαιότερές του για νομιμοποίηση τής καλλιέργειας χασισόδεντρων στις πέργκολες και στα μπαλκόνια.
Ωστόσο, έχουμε τη γνώμη, ότι οι αντιεξουσιαστικές εξάρσεις τού πρωθυπουργού δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ελαφρά τη καρδία, αφού, για όσους γνωρίζουν οικονομική ιστορία, είναι απολύτως ευθυγραμμισμένες με την τελευταία τάση και λέξη τής σύγχρονης νεοφιλελεύθερης ρητορείας.
Σύμφωνα με αυτή την τάση(1), το κράτος πρέπει να αποσυρθεί εντελώς από τη σφαίρα τής δημόσιας ζωής και να εκχωρήσει τις αρμοδιότητές του στη ελεύθερη αγορά. Στην πράξη, η διαδικασία αυτή αρχίζει με μια έντεχνη μείωση των κρατικών εσόδων μέσω τής μείωσης τής προοδευτικής φορολογίας (κυρίως των μεγάλων επιχειρήσεων – βλ. αναδιανομή εισοδήματος). Eν συνεχεία, τα μειωμένα κρατικά έσοδα θα οδηγήσουν το κράτος σε αδυναμία να ανταπεξέρχεται στις («δαπανηρές» πλέον) κοινωνικές υπηρεσίες και ρόλους, με τούς οποίους θεωρείται, ότι έχει επιφορτισθεί παραδοσιακά. Έτσι, θα στρωθεί το χαλί, ώστε οι ρόλοι αυτοί να περάσουν στα χέρια τής ελεύθερης αγοράς. Αυτή νέα κατάσταση θα οδηγήσει στον ευκταίο (από τους «αντιεξουσιαστές» νεοφιλελεύθερους) μαρασμό τού κράτους και την μετατροπή του σε failed state, δηλαδή αδύναμο και συρρικνούμενο θεσμό, ο οποίος επιπλέον δεν θα αποτελεί ανταγωνιστή των μεγαλοεπιχειρηματικών συμφερόντων.

Η αμφισβήτηση τού Κράτους στην Ιστορία.
Τα πρώτα κράτη δημιουργήθηκαν περίπου το 4.000 π.Χ. στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή. Αλλά, το κράτος είναι ένας θεσμός, που αμφισβητήθηκε από την αρχαιότητα ήδη. Η πρώτη ίσως καταγγελία του βρίσκεται στον πυρήνα τής ελληνικής μυθολογίας: το Κράτος είναι αδέλφι τής Βίας. Κατά άλλες εκδοχές, το Κράτος είναι νόθο παιδί τού Δία και μιας θνητής, ή ένας Τιτάνας, που δένει τον Προμηθέα στον βράχο τού μαρτυρίου του.
Κάτι, που διαφεύγει συχνά τής προσοχής είναι, ότι οι ίδιοι οι έλληνες δεν ονόμαζαν τις πολιτικές συγκροτήσεις τους κράτη, αλλά πολιτείες(2). Δεδομένου, ότι η έννοια Κράτος ήταν απολύτως οικεία -και αποκρουστική- στούς έλληνες, η ονομασία πόλη-κράτος, που είθισται να αποδίδεται στις πολιτικές συγκροτήσεις τους, είναι όχι απλώς ανακριβής, αλλά εκ τού πονηρού (π.χ. όταν οι ναζί είχαν μεταφράσει τον Επιτάφιο τού Περικλή, είχαν παραχαράξει μεταφραστικά τήν λέξη πολιτεία, ως κράτος, κάτι, που διαστρεβλώνει ανεπανόρθωτα το κλασικό αυτό κείμενο). Κι αυτό, επειδή οι έλληνες έβλεπαν το κράτος ως μια δύναμη έξω και πάνω από την κοινωνία, σε αντίθεση με τις πολιτείες τους, όπου πραγματωνόταν η κοινωνική αυτοθέσμιση, η άμεση άσκηση τής εξουσίας χωρίς πολιτική αντιπροσώπευση και, κατά συνέπεια, η ανυπαρξία, καθ΄ οιανδήποτε έννοια, πολιτικής μεσιτείας, κυβέρνησης και κράτους(2).
Η επόμενη θεωρητικώς συγκροτημένη (και η πλέον γνωστή) αμφισβήτηση τού κράτους ως υπερθεσμού έξω και πάνω από την κοινωνία, προέρχεται από τη σοσιαλιστική σκέψη τού 19ου αιώνα και ιδιαίτερα από την αναρχική συνιστώσα της. Για τούς αναρχικούς, το κράτος είναι όργανο τής εκάστοτε επικρατούσας κοινωνικής συμμορίας / συνασπισμού συμφερόντων, με σκοπό την αποτελεσματική καθυποταγή τού υπόλοιπου κοινωνικού σώματος. Σε αντίθεση με τούς μαρξιστές, οι οποίοι έθρεψαν τη χίμαιρα ενός σταδιακού και «ελεγχόμενου» μαρασμού τού κράτους, οι αναρχικοί υποστήριξαν αδιάλλακτα τήν άμεση κατάργησή του ως προϋπόθεσης, για την οριζόντια οργάνωση τής κοινωνίας σε ομοσπονδίες παραγωγών.

Η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ Κράτους και Δημόσιας Διοίκησης
Ωστόσο, κάτι, που επίσης διαφεύγει τής προσοχής των περισσοτέρων, είναι η διάκριση μεταξύ Κράτους και Δημόσιας Διοίκησης (ή Δημόσιου Τομέα). Η δεύτερη προϋπήρχε τού κράτους επί χιλιετίες και εμφανίζεται ακόμα και σε στοιχειώδεις μορφές κοινωνικής συμβίωσης: π.χ. ακόμα και σε πρωτόγονες κοινωνίες έχουν βρεθεί χώροι, οι οποίοι είχαν θεσπιστεί ως χωματερές, ή αποχωρητήρια τής πρωτόγονης κοινότητας, κάτι, που αποδεικνύει συλλογική αντιμετώπιση και διεκπεραίωση ενός ζητήματος και γι΄ αυτό αποτελεί μια πρωταρχική μορφή δημόσιας διοίκησης. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η δημόσια διοίκηση, από την πιο πρωτόγονη μέχρι την πιο σύγχρονη μορφή της, αναδύεται με τον πιο φυσικό και αυθόρμητο τρόπο από την κοινωνική συνύπαρξη και η ποιότητά της αποτελεί τον βασικότερο ίσως πολιτισμικό δείκτη μιας κοινωνίας.
Τόσο η αρχαία ελληνική, όσο και η αναρχική πολιτική σκέψη αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ κράτους και δημόσιας διοίκησης(3). Γι΄ αυτό, τόσο οι αρχαίοι έλληνες όσο και οι -συχνά παρεξηγημένοι- αναρχικοί απεχθάνονται το κράτος, αλλά όχι φυσικά την συμφυή με κάθε κοινωνική συνύπαρξη, δημόσια διοίκηση. Π.χ. δημόσιοι θεσμοί, που συνθέτουν μια πολιτεία, όπως η εκπαίδευση, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η πυρόσβεση, η άμυνα, η ενεργειακή πολιτική, η διαχείριση των φυσικών πόρων, η σχέση με το φυσικό περιβάλλον, οι θεσμιστικές, δικαστικές, νομοθετικές κ.ά. λειτουργίες, δεν προϋποθέτουν κατά κανέναν τρόπο την ύπαρξη κράτους, αλλά μπορούν να υπάρξουν ως καθολικά κοινωνικά κτήματα εντελώς ανεξάρτητα από αυτό (και μάλιστα με έναν ριζικά διαφορετικό και πολύ αποτελεσματικότερο τρόπο, όπως δείχνει η εμπειρία των ελληνικών πολιτειών).
Η εννοιολογική σύγχυση κράτους και δημόσιου τομέα / πολιτείας, είναι η κυριότερη τροχοπέδη στον πολιτικό προβληματισμό τού σύγχρονου ανθρώπου. Μάλιστα, στις σύγχρονες γλώσσες δεν υπάρχουν διαφορετικές λέξεις για το κράτος και την πολιτεία, π.χ. στην αγγλική χρησιμοποιείται ισοπεδωτικά και για τα δύο η λέξη state, στη γαλλική η λέξη état, στη γερμανική η λέξη staat κ.λπ.. Αλλά και στην ελληνική, η προπαγάνδα έχει κάνει τόσο καλή δουλειά, ώστε οι όροι «κράτος» και «πολιτεία» έχουν φτάσει να χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι από τούς ανυποψίαστους.
Επάνω σε αυτή την αριστοτεχνικά καμουφλαρισμένη διανοητική παγίδα στηρίχθηκαν όλα τα νεώτερα κράτη, για να αυξήσουν το συγκεντρωτισμό τους, αλλά και οι νεόκοποι «αντιεξουσιαστές» τού νεοφιλευθερισμού (π.χ. οικονομολόγοι, όπως οι Von Mises, Von Hayek, Friedman κ.ά.). Η αμφισβήτηση των τελευταίων για το κράτος δεν έχει βέβαια καμμία σχέση με αυτή των αρχαίων ή των αναρχικών, αλλά είναι πέρα για πέρα υποκριτική. Η αμφισβήτηση τής νεοφιλελεύθερης «αντιεξουσιαστικής σχολής» στρέφεται όχι φυσικά εναντίον τού κράτους ως εξουσιαστικού πλέγματος (το οποίο εγκρίνει ανεπιφύλακτα και μάλιστα ενθαρρύνει την επέκτασή του – βλ. ιδιωτικές αστυνομίες), αλλά εναντίον τής δημόσιας διοίκησης και υπέρ τής εκχώρησης σε κερδοσκόπους τών λειτουργιών, που τη συνθέτουν. Από αυτή την άποψη, η νεοφιλελεύθερη «αντεξουσία» πρεσβεύει περίπου την παλινδρόμηση τής κοινωνίας σε μια προανθρώπινη και αποκτηνωμένη κατάσταση.

Το νεοελληνικό κράτος
Από την ίδρυσή του το νεοελληνικό κράτος (νοούμενο σα δημόσιος τομέας) δεν κατόρθωσε ποτέ να επιδείξει δάφνες αποτελεσματικότητας. Κι αυτό, επειδή υπήρξε εξ αρχής ένα τριτοκοσμικό μόρφωμα, υποχείριο τού επιβιώσαντος βυζαντινοτουρκικού κοτσαμπασισμού και των φορέων του (αεριτζήδες ψευτο- επιχειρηματίες, κρατικοδίαιτη θρησκεία, νεοφαναριώτες πολιτικάντηδες) και εργαλείο διαιώνισης τών

-επίσης επιβιώσαντων- βυζαντινοτουρκικών πελατειακών σχέσεων.
Το τριτοκοσμικό αυτό κρατίδιο με τον συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεοκρατικό προσανατολισμό(4), το διψήφιο αριθμό πραξικοπηματικών «διευθετήσεων», τούς υπερτροφικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς (βλ. αναλογία αστυνομικών ανά κατοίκους: 1/200), αλλά και την κατ΄ ευφημισμό αποκαλούμενη δημόσια διοίκηση (ανεπάρκεια ή αθλιότητα νοσοκομείων, σχολείων, οδικού δικτύου, νεοφεουδαρχικό φορολογικό σύστημα κ.λπ.) δεν κέρδισε ποτέ την εκτίμηση των υπηκόων του (εκτός από την κοινωνικοοινομική μειοψηφία νεοκοτσαμπασήδων, που το χρησιμοποιεί για τη διαιώνιση τής εξουσίας της και για την διασφάλιση τού βολέματος τών εκάστοτε κομματικών βαστάζων της).
Κατ΄ αυτό τον τρόπο, ενώ από τον 19ο αιώνα, τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη στα πλαίσια τού εκσυγχρονισμού τους (ο οποίος κατά ένα μεγάλο μέρος επιβαλλόταν λόγω και τής ισχυρής κοινωνικής πίεσης), ενσωμάτωσαν στη λογική τους τη δημιουργία ενός ισχυρού δημόσιου τομέα ως καίριου παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. Γαλλία, σκανδιναυϊκές χώρες κ.α.(5)), το ελληνικό κράτος καλλιεργούσε συστηματικά τον στυγνότερο ατομισμό, την αντικοινωνικότητα, τη διαφθορά και την απέχθεια για κάθε μορφή δημόσιας διοίκησης. Ο νεοέλληνας είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός τού «κράτους» (ειδικά, όταν δεν μπορεί να επωφεληθεί συμφεροντολογικά από αυτό). Από την άλλη, ακόμα κι όσοι δεν σκέπτονταν συμφεροντολογικά, έφταναν στο σημείο να αγανακτούν από τις παρεχόμενες υπηρεσίες: π.χ. ποιός μπορεί να ξεχάσει τον παλιό Ο.Τ.Ε., όπου έκανες αίτηση για παροχή τηλεφωνικής γραμμής και περίμενες ένα χρόνο; Και που, όταν επιτέλους την αποκτούσες, δεν μπορούσες να την χρησιμοποιήσεις σε ώρες αιχμής; Και ποιος δεν γνωρίζει το αίσχος τής παραπαιδείας (παγκόσμια νεοελληνική πατέντα), η οποία ευδοκιμεί λόγω της προγραμματισμένης απαξίωσης τής δημόσιας εκπαίδευσης;
Έτσι, φτάσαμε στο σημείο, όπου ο εν Ελλάδι «εκσυγχρονιστικός» λόγος παρουσιάζει ως δήθεν κοινωνικό αίτημα, όχι την ευρωστία των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά το αντίθετο, δηλαδή την παραίτηση τού «κράτους» (εννοεί: τής δημόσιας διοίκησης) από τις «δαπανηρές» και «αναποτελεσματικές» αρμοδιότητές του και την εκχώρησή τους στα κοράκια τής καραδοκούσας ψευδοαγοράς («επενδυτές» και λοιπούς εθνοσωτήρες). Το απογοητευτικό επίπεδο τών υπηρεσιών τού ελληνικού δημόσιου τομέα, προλείανε το έδαφος, ώστε ο «εκσυγχρονιστικός» λόγος των νεοφιλελεύθερων πολιτικάντηδων, για «απελευθέρωση» τής κοινωνίας από κάθε πολιτειακή «παρέμβαση», να μηρυκάζεται από την πλειοψηφία τού πληθυσμού.
Τα παραδείγματα από την ελληνική καθημερινότητα, σχετικά με την δαπανηρότητα και την αποτελεσματικότητα τής ευόδωσης τέτοιων «κοινωνικών» αιτημάτων είναι ανεξάντλητα. Για τι να πρωτομιλήσει κανείς; Για τη ραγδαία αύξηση τού κόστους τής «απελευθερωμένης» ακτοπλοϊας -52%(6)- με αντίστοιχη συγκοινωνιακή εγκατάλειψη «ασύμφορων» για τους «επενδυτές» περιοχών (αφού κολοβώθηκε η δημοσιονομική επιδότηση, την οποία εισέπρατταν για να διατηρούν δρομολόγια στις «άγονες» γραμμές); Για την ραγδαία αύξηση τού κόστους των «απελευθερωμένων» τηλεπικοινωνιών, τη στιγμή, που ο «ανταγωνισμός» υποσχόταν την πτώση του (40% μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.(6) με σχηματισμό καρτέλ, πτώση τής ποιότητας των γραμμών, πανάκριβο διαδίκτυο, διαιώνιση και εκσυγχρονισμό τής πρακτικής των υποκλοπών, ανεπάρκεια τεχνικής υποστήριξης -όπως δηλαδή με τον παλιό Ο.Τ.Ε.); Για την διαδεδομένη στην Ελλάδα ιδιωτική ασφάλιση (συνταξιοδοτική και υγείας), φαινόμενο -και όνειδος- πρωτόγνωρο για ευρωπαϊκή χώρα, το οποίο οφείλεται στην δρομολογημένη διάλυση τής δημόσιας περίθαλψης και ασφάλισης (βλ. π.χ. δομημένα ομόλογα κ.λπ.); Για τη γενικότερη αμφίβολη ποιότητα τών υπηρεσιών τών θεωρουμένων ως τομέων αιχμής τής ιδιωτικής «πρωτοβουλίας» (π.χ. ασφαλιστικές εταιρείες -βλ. ΑΣΠΙΣ-, που κλείνουν ξαφνικά μια ωραία ημέρα αφήνοντας ακάλυπτους τούς συνδρομητές τους, επιβατηγά πλοία, που παθαίνουν συνεχώς βλάβες ή βουλιάζουν μολύνοντας ανεπανόρθωτα το περιβάλλον -βλ Θήρα 2007- ιδιωτικά μαιευτήρια, που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε ένα δύσκολο τοκετό και μεταφέρουν εκτάκτως το περιστατικό σε αντίστοιχα δημόσια, εκχωρημένοι πρώην δημόσιοι δρόμοι, υπερφορτωμένοι με συχνά και υπερτιμημένα διόδια, για τα οποία δεν εκπληρούν τις προδιαγραφές -βλ. εθνική οδό Κορίνθου-Πάτρας- κ.ά.);
Επίσης, να υπενθυμίσουμε, ότι σε μια μικρή αγορά, όπως η ελληνική, οι ιδιωτικοποιήσεις βασικών υπηρεσιών χωρίς άγρυπνη κρατική παρέμβαση, διευκολύνουν μοιραία το σχηματισμό καρτέλ, όπως π.χ. αυτού τών τηλεπικοινωνιών ή των τραπεζών με την εξόφθαλμα «εναρμονισμένη» τιμολόγηση (ας μην αναφερθούμε σε παγιωμένα από χρόνια καρτέλ, όπως αυτά των γαλακτοκομικών ή των σούπερ μάρκετς, τα οποία έχουν καταστήσει διάτρητο και στην Ελλάδα το μύθο τής δήθεν ελεύθερης αγοράς).
Από την άλλη, πόσο δυνατό πολιτισμικό χαστούκι πρέπει να είναι, όταν διαπιστώνει ένας, ζαλισμένος από την «αντιεξουσιαστική» προπαγάνδα νεοέλληνας, τό πόσο κακοπερνούν οι δυστυχείς κουτόφραγκοι, που «εξουσιάζονται» π.χ. από την «δαπανηρή» κοινωνική πρόνοια, από την ανυπαρξία παραπαιδείας ή από το «παρεμβατικό» Δημόσιο…
Η επιστημονική φαντασία έχει προλάβει προ πολλού τούς νεοφιλελεύθερους «αντιεξουσιαστές». Η υπόθεση τής κινηματογραφικής ταινίας Rollerball (1975) εκτυλίσσεται σε ένα κόσμο, όπου δεν υπάρχουν πλέον κράτη, αλλά τον παγκόσμιο έλεγχο ασκούν από κοινού μερικές μεγάλες εταιρείες (η απόλυτη φαντασίωση των σημερινών νεοφιλελεύθερων «αντιεξουσιαστών»). Σε αυτόν τον κόσμο, όπως παρουσιάζεται στην ταινία, ως βασική προϋπόθεση κοινωνικής συνύπαρξης θεωρείται η συντριβή τής ατομικότητας.

Η κατάμαυρη Διεθνής των «αντιεξουσιαστών» νεοφιλελευθέρων
Αυτή η «αντιεξουσιαστική» μόδα, την οποία λανσάρουν οι εγχώριοι (και διακομματικής πλέον προέλευσης) ταγοί τού νεοφιλελευθερισμού, δεν είναι φυσικά δική τους ευρεσιτεχνία. Αλλά είναι αξιοσημείωτο, ότι ενώ η νεοφιλελεύθερη «αντεξουσία» αποτελεί διεθνή τάση και μεθόδευση, μόνο εδώ πλασσάρεται ως εκσυχρονισμός ή ως «επανίδρυση» τού κράτους. Τουλάχιστον στις δυτικές τραπεζοχρηματιστηριακές μητροπόλεις οι σκληροί νεοφιλελεύθεροι «αρνητές τού κράτους» φαντασιώνονται απλώς την απόλυτα «ελεύθερη» (από τί άραγε;) αγορά (το ιερό -και τρύπιο, όπως έχει αποδειχθεί- δισκοπότηρο τής νεοφιλελεύθερης ουτοπίας. Τόσο τρύπιο, που αρκετοί από αυτούς, όπως ο Friedman και οι μαθητές του, δοκίμασαν να το αναζητήσουν ως υψηλόμισθοι κρατικοδίαιτοι σύμβουλοι λατινοαμερικάνικων δικτατοριών…).
Φυσικά, αυτό που δεν λέγεται είναι, ότι το κράτος ως κατασταλτικός μηχανισμός (δηλαδή ως αυτό, που ιστορικώς γεννήθηκε και είναι) θα βγει υπερενισχυμένο από τις διαδικασίες που μεθοδεύουν (βλ. τον άνευ προηγουμένου εκσυγχρονισμό των αστυνομιών, αλλά και την δημιουργία ιδιωτικών στρατών – π.χ. στο Ιράκ η αμερικανική κατοχική δύναμη περιλαμβάνει και είκοσι χιλιάδες ιδιωτικούς ένοπλους μισθοφόρους, τούς λεγόμενους security contractors. Επίσης, στις Η.Π.Α. λειτουργούν ήδη εταιρείες ιδιωτικής αστυνόμευσης, πάνοπλες και με δικαιοδοσίες οπλοχρησίας, συλλήψεων, φόνων, ξυλοδαρμών, πανομοιότυπες με τής «επίσημης» αστυνομίας: Kroll, Blackwatch, Dynacorp κ.ά.. Επίσης, λειτουργούν ήδη ιδιωτικές φυλακές, στις οποίες το κράτος πληρώνει ενοίκιο, για να «παρκάρει» κρατούμενους). Ενώ αυτό που θα ατροφήσει θα είναι ο εκχωρημένος στα ιδιωτικά συμφέροντα δημόσιος τομέας (το εσφαλμένα αποκαλούμενο στην καθομιλουμένη «κοινωνικό κράτος»).
Όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν βαδίζουμε προς έναν κόσμο χωρίς κράτη, αλλά προς έναν κόσμο, όπου η παραδοσιακή κρατική κυριαρχία θα έχει μεταλλαχθεί: το Kράτος (όπως το αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι έλληνες, δηλαδή ως προσωποποίηση τής εξουσιαστικής ωμότητας) θα παραμείνει, αλλά θα έχει γίνει απλώς… αόρατο (η αορατότητα αποτελεί εξ άλλου το μεθοδολογικό ζητούμενο όλων τών «σοβαρών» συγχρόνων εξουσιαστών). Τι θα πάρει τη θέση του; Μα φυσικά όλοι αυτοί, που ζητούν την κατάργησή του, δηλαδή «φορείς», όπως οι τράπεζες ή οι διεθνείς αποικιοκρατικοί οργανισμοί (Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ. κ.λπ.), τα ενεργειακά, διατροφικά ή άλλα, καρτέλ και οι -ιδιωτικοποιημένοι πλέον- στρατοί και αστυνομίες τους.
Στα καθ΄ ημάς, το επισήμως προβαλλόμενο επιχείρημα για την υποτιθέμενη αναγκαιότητα τής «απελευθέρωσης» τής ελληνικής κοινωνίας από το «κράτος» αφορά στο γνωστό Μνημόνιο, αλλά στην ουσία αυτό είναι απλώς η αφορμή, για να δρομολογηθούν και στην Ελλάδα οι λεγόμενες διεθνείς εξελίξεις. Οι επίσημες δηλώσεις τού «αντιεξουσιαστή» πρωθυπουργού στη Δ.Ε.Θ. για μείωση τής φορολογίας των επιχειρήσεων, η δισεκατομμυριούχος δημοσιονομική αιμοδοσία προς τις τράπεζες, η επερχόμενη «ξεπέτα» των «αποκρατικοποιήσεων» και το φιάσκο με τις περαιώσεις, δεν φανερώνουν ένα κράτος σε απεγνωσμένη αναζήτηση ρευστού. Φανερώνουν ακριβώς ένα κράτος, που αναζητά ένα κοινωνικώς αποδεκτό πρόσχημα, ώστε να εκχωρήσει όλες εκείνες τις λειτουργίες, για τις οποίες θεωρείτο μέχρι σήμερα υπεύθυνο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Μια εξαιρετική παρουσίαση αυτής τής κυρίαρχης πλέον τάσης μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στο γνωστό ντοκυμανταίρ Corporation, τού καναδού Μαρκ Άχμπαρ, στο οποίο συμμετέχει και η επίσης καναδή δημοσιογράφος Ναόμι Κλάιν (γνωστή στο ελληνικό κοινό από τα βιβλία της No Logo και Το Δόγμα τού Σοκ) .

(2) Βλ. το κλασικό πλέον κείμενο τού Κορνήλιου Καστοριάδη «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα», εκδόσεις «Ύψιλον», 1986.

(3) Σχετικά με τη σύγχρονη ελευθεριακή οπτική ως προς το ζήτημα, βλ. το κείμενο τού Νόαμ Τσόμσκυ «Αναρχισμός, διανοούμενοι και κράτος», το οποίο περιέχεται στη συλλογή κειμένων του «Περί Αναρχισμού», εκδόσεις «Κέδρος», 2009.

(4) Βλ. άρθρα 3 παρ. 1 και 16 παρ. 2.

(5) Ας κάνουμε και μια μνεία στο δαιμονοποιημένο δήθεν υψηλό ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων (ο «κακός τού έργου») επί τού ελληνικού εργασιακού δυναμικού: Σουηδία 30%, Δανία 29%, Φινλανδία 22,4%, Βρετανία 17,8%, Γαλλία 21,2%, Ελλάδα μόλις 11,4%. Τα στοιχεία προέρχονται από έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο τής «Έκθεσης Ανταγωνιστικότητας τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής» και δημοσιεύθηκε στον «Ιό» τής Ελευθεροτυπίας.

(6) Πηγή: Eurostat.

Πηγή: http://thenetwar.com - Θεόδωρος Λαμπρόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top