Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Το Τσέρνομπιλ 20 χρόνια μετά...



Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται από την αποφράδα ημέρα της 26ης Απριλίου του 1986, όταν ο κόσμος ξυπνούσε με την είδηση του πυρηνικού ατυχήματος στο Τσερνομπίλ, που πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί χαρακτήρισαν ως τη «σοβιετική Πομπηία».
Η φοβερή αυτή καταστροφή, που στις παλαιότερες γενιές αναμόχλευσε μνήμες της τραγωδίας της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και στις νεότερες έσπειρε τον πανικό και την αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα, δύο δεκαετίες μετά, παραμένει «ανοιχτή πληγή», αφού ο κίνδυνος δεν έχει αποσοβηθεί πλήρως και οι αρνητικές συνέπειές της παραμένουν ορατές στις σοβαρότερα πληγείσες περιοχές της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Ρωσίας.
Η σαρκοφάγος που τοποθετήθηκε στον κατεστραμμένο αντιδραστήρα 4 του Τσερνομπίλ αμέσως μετά την έκρηξη, εγκυμονεί κινδύνους, δηλώνει ο καθηγητής πυρηνικής φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Κωνσταντίνος Παπαστεφάνου, ενώ τη συγκλονιστική μαρτυρία του από τον τόπο της τραγωδίας καταθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 60χρονος Σοτά Κικάντζε, ο οποίος εργάστηκε ως εκκαθαριστής στο Τσερνομπίλ λίγους μήνες μετά την έκρηξη.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται σε έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας με αφορμή την 20ή επέτειο του Τσερνομπίλ, περίπου 4.000 άνθρωποι από τους συνολικά 600.000 που εκτέθηκαν περισσότερο στη ραδιενέργεια, εκτιμάται ότι έχουν χάσει ή θα χάσουν μελλοντικά τη ζωή τους ως συνέπεια του πυρηνικού ατυχήματος του Τσερνομπίλ. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι περίπου 50 εργάτες και μέλη των σωστικών συνεργείων που έσπευσαν στον τόπο του ατυχήματος και πέθαναν μετέπειτα και τα εννέα παιδιά που έχασαν τη ζωή τους από καρκίνο του θυρεοειδούς πολύ σύντομα μετά την έκλυση της ραδιενέργειας.
Σε ό,τι αφορά, ωστόσο, τις περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς (περίπου 4.000) εμφανίστηκαν την περίοδο αμέσως μετά το ατύχημα και εκτιμάται ότι οφείλονται στην εκλυθείσα ραδιενέργεια. Σε έκθεση του 2005 για τις επιπτώσεις του Τσερνομπίλ διευκρινίζεται ότι το ποσοστό αυτών που καταφέρνουν να νικήσουν τον καρκίνο είναι πολύ υψηλό και ανέρχεται σε σχεδόν 99%.
Παρά το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια μετά το ατύχημα είχε επικρατήσει η τάση να αποδίδεται κάθε θάνατος από κάποια μορφή καρκίνου στο Τσερνομπίλ, οι επιστήμονες σημειώνουν ότι η προσέγγιση αυτή είναι υπερβολική και έχει οδηγήσει σε εσφαλμένες κρατούσες αντιλήψεις για τις ανθρώπινες απώλειες από το ατύχημα.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται σε έκθεση του Φόρουμ του Τσερνομπίλ με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από το ατύχημα, οι μύθοι και οι εσφαλμένες αντιλήψεις για την απειλή της ραδιενέργειας έχουν οδηγήσει σε «παραλύουσα μοιρολατρία» μεταξύ των κατοίκων των μολυσμένων περιοχών.
Εκεί που θα πρέπει, σύμφωνα με τους ειδικούς, να επικεντρωθεί η προσοχή στην παρούσα φάση είναι η σαρκοφάγος του αντιδραστήρα 4, η τοποθέτηση της οποίας αποφασίστηκε ως προσωρινό μέτρο μετά το ατύχημα, με ανώτατο όριο ζωής τα 20-30 χρόνια. Το 1997, οι χώρες της G7 μαζί με τη Ρωσία, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), την Ουκρανία και με τη συνδρομή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), αποφάσισαν την κατασκευή μιας ασφαλέστερης σαρκοφάγου για τον κατεστραμμένο αντιδραστήρα, καθώς η υπάρχουσα παρουσιάζει κίνδυνο διάρρηξης του μπετόν αρμέ. Η νέα σαρκοφάγος, η οποία αναμένεται να στοιχίσει περισσότερα από 768 εκατομμύρια ευρώ, θα είναι έτοιμη το 2008 και εκτιμάται πως θα μπορέσει να προστατεύσει επαρκώς τον αντιδραστήρα για τα επόμενα εκατό χρόνια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η μέχρι σήμερα συνολική προσφορά σε προγράμματα και δράσεις σχετικά με το Τσερνομπίλ ανέρχεται σε 340 εκατ. ευρώ, έχει δεσμευτεί να διαθέσει για την κατασκευή της νέας σαρκοφάγου συνολικά 191 εκατ. ευρώ, ενώ σημαντική θα είναι και η συνεισφορά των κρατών-μελών της ΕΕ σε διμερή βάση (η Ελλάδα θα καταβάλει 5 εκατ. ευρώ).
Τρία χρόνια μετά το δυστύχημα, η σοβιετική κυβέρνηση αποφάσισε να «παγώσει» την κατασκευή των αντιδραστήρων "πέντε" και "έξι" του πυρηνικού σταθμού, ενώ μετά από πολύμηνες διεθνείς διαπραγματεύσεις, το Τσερνομπίλ «κατέβασε οριστικά διακόπτες» στις 12 Δεκεμβρίου του 2000.

Greenpeace: Έκθεση φωτογραφίας για το Τσερνομπίλ

Με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ, και καθώς η πυρηνική βιομηχανία παρουσιάζεται γεμάτη υποσχέσεις, η Greenpeace διοργανώνει την έκθεση φωτογραφίας με τίτλο "Πιστοποιητικό Τσερνομπίλ 000358" του βραβευμένου φωτογράφου Robert Knoth. Δύο δεκαετίες μετά από το σημαντικότερο πυρηνικό ατύχημα στην ιστορία, μπορεί οι δικές μας αναμνήσεις να αρχίζουν να ξεθωριάζουν, όμως για κάποιους άλλους ο εφιάλτης συνεχίζει να είναι ζωντανός.
Η Άνια ζει στην πόλη Γκομέλ της Λευκορωσίας και έχει ένα πιστοποιητικό με τον αριθμό 000358. Δεν είναι πιστοποιητικό γεννήσεως, ούτε γλωσσομάθειας. Επιβεβαιώνει ότι η Άνια είναι θύμα του πυρηνικού ατυχήματος του Τσερνομπίλ κι ας είναι μόλις 15 χρονών.
Στα 4 της χρόνια, ο καρκίνος σημάδεψε την αρχή μιας ζωής γεμάτης πόνο. Μια ομάδα γιατρών έκρινε ότι θα πρέπει να λάβει ένα Πιστοποιητικό Τσερνομπίλ γιατί ο πατέρας της γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στο Τσερνομπίλ. Είναι ένα κομμάτι χαρτί με το νούμερο 000358, που της δίνει το δικαίωμα για δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε επιλεγμένα ιδρύματα. Όμως, οι συνέπειες και το κόστος των πυρηνικών καταστροφών στην πρώην Σοβιετική Ένωση δεν μπορούν να μετρηθούν τόσο απλά. Η Άνια είναι κάτι παραπάνω από ένας αριθμός.
Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από το πυρηνικό ατύχημα στην Ουκρανία, όμως το Τσερνομπίλ δεν είναι παρά μόνο μία περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος στην περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Από το 1949 που πραγματοποιήθηκε η πρώτη πυρηνική δοκιμή στην πρώην Σοβιετική Ένωση και ξεκίνησε η ανάπτυξη του προγράμματος πυρηνικών εξοπλισμών και της πυρηνικής βιομηχανίας της χώρας, έχουν δημιουργηθεί τέσσερις ζώνες πυρηνικής καταστροφής στην ευρύτερη περιοχή, λόγω μικρών ή μεγάλων ατυχημάτων. Το πυρηνικό εργοστάσιο στο Μαγιάκ της Ρωσίας, το Τσερνομπίλ, η κλειστή πόλη Σεβέρσκ, έδρα της Κοινοπραξίας Χημικών Επιχειρήσεων της Σιβηρίας και τα πεδία πυρηνικών δοκιμών στο Σεμιπαλατίνσκ είναι οι κυριότερες εστίες ραδιενεργής μόλυνσης με θύματα εκατομμύρια κατοίκους.
Το φθινόπωρο του 2005 ο διεθνούς φήμης φωτογράφος Robert Knoth και η δημοσιογράφος Antoinette De Jong ταξίδεψαν για την Greenpeace στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και κατέγραψαν δραματικές ανθρώπινες ιστορίες. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στους χιλιάδες ανθρώπους που βίωσαν την καταστροφή, αλλά και σε εκατοντάδες παιδιά που γεννήθηκαν στιγματισμένα από την πυρηνική απειλή.
Με την ευκαιρία της 20ης επετείου από το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ, η συλλογή φωτογραφιών θα παρουσιαστεί από την Greenpeace σε 19 χώρες, ενώ έχει ήδη κερδίσει τιμητική διάκριση στα Βραβεία World Press Photo 2006. Στην Ελλάδα θα φιλοξενηθεί στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων από τις 26 Απριλίου μέχρι τις 2 Μαΐου 2006. Παράλληλα, το οδοιπορικό αυτό στις τέσσερις ζώνες πυρηνικής καταστροφής στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης θα κυκλοφορήσει σε φωτογραφικό λεύκωμα από τις εκδόσεις Αιώρα. Τα έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου θα διατεθούν για την ενίσχυση των σκοπών της οργάνωσης.

Ώρες λειτουργίας: 9.00 - 13.00 και 17.00 - 21.00 (Εκτός Δευτέρας και Κυριακής απόγευμα)
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Ακαδημίας 50

Βρετανία: Ο αριθμός των νεκρών μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον που είχε αναφερθεί στους επίσημους απολογισμούς

O αριθμός των νεκρών από την πυρηνική καταστροφή στο Τσερνομπίλ πριν από 20 χρόνια μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον που είχε αναφερθεί στους επίσημους απολογισμούς, με περίπου 93.000 επιπλέον θανάτους από καρκίνο παγκοσμίως, ανακοινώθηκε σήμερα από την οικολογική οργάνωση Γκρινπις. Σε έκθεση της οργάνωσης που στηρίζεται σε έρευνα της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Λευκορωσίας, αναφέρεται ότι από τα περίπου 2 εκατομμύρια άτομα που υπέστησαν τις συνέπειες από το δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ, περίπου 270.000 θα αναπτύξουν καρκινογενέσεις από τις οποίες περίπου 93.000 θα είναι θανατηφόρες.
Η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) εκτιμά ότι 4.000 άνθρωποι πέθαναν μετά την έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα Νο 4 της ουκρανικής πόλης Τσερνόμπιλ στις 26 Απριλίου 1986. Μετά την έκρηξη ένα τεράστιο νέφος ραδιενεργού σκόνης κάλυψε την βόρεια και δυτική Ευρώπη ακόμη και τμήματα των ανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών.
Στην ίδια έκθεση η Γκριπίς εκτιμά επίσης ότι περί τα 200.000 άτομα στη Ρωσία, την Ουκρανία και την Λευκορωσία μπορεί να έχουν ήδη πεθάνει από επιπλοκές καρδιολογικών νοσημάτων που προκλήθηκαν από το πυρηνικό δυστύχημα.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, τα κρούσματα καρκίνου σημείωσαν αύξηση 40% στο διάστημα μεταξύ των ετών 1990 και 2000, ενώ σε παιδιά που δεν είχαν τότε ακόμη γεννηθεί, σήμερα παρουσιάζεται μεγάλη αύξηση του καρκίνου του θυρεοειδούς. Μεγάλη αύξηση παρατηρείται ακόμη στα κρούσματα λευχαιμίας καθώς και στους καρκίνους των εντέρων, του μαστού, της ουροδόχου κύστης, των νεφρών και των πνευμόνων, προστίθεται στην έκθεση της Γκρινπίς.

Η παγκόσμια πυρηνική γεωγραφία

Το Τσερνομπίλ μπορεί να μη λειτουργεί πλέον, αλλά σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των διεθνών οργανισμών πυρηνικής ενέργειας, στα τέλη του 2005 λειτουργούσαν ανά τον πλανήτη 443 πυρηνικοί σταθμοί, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να φιλοξενούν στο έδαφός τους τους περισσότερους (104). Ακολουθούν η Γαλλία με 59, η Ιαπωνία με 56, η Ρωσία με 31, η Βρετανία με 23, η Κορέα με 20, ο Καναδάς με 18, η Γερμανία με 17, η Ινδία και η Ουκρανία με 15 έκαστη, η Σουηδία με 10. Από εννέα έχουν η Κίνα και η Ισπανία, επτά το Βέλγιο, από έξι η Τσεχία και η Σλοβακία, πέντε η Ελβετία, από τέσσερις η Βουλγαρία, η Φινλανδία και η Ουγγαρία, από δύο η Αργεντινή, η Βραζιλία, το Μεξικό, το Πακιστάν και η Νότιος Αφρική και από έναν η Αρμενία, η Λιθουανία, η Ρουμανία και η Σλοβενία.
Άλλοι περίπου 30 πυρηνικοί σταθμοί βρίσκονται υπό κατασκευή σε διάφορες χώρες, ενώ και η Τουρκία προτίθεται να προχωρήσει στην κατασκευή ανάλογης μονάδας στη Σινώπη.

Μια συγκλονιστική μαρτυρία

Ένας από τους ανθρώπους που βρέθηκε στον τόπο της τραγωδίας μετά την έκρηξη και βίωσε την καταστροφή, ο Σοτά Κικάντζε, ο οποίος έπαιξε τη ζωή του "κορόνα- γράμματα" δουλεύοντας ως εκκαθαριστής στις ραδιενεργές περιοχές, με αντίτιμο μια τηλεφωνική σύνδεση και μια σύνταξη λίγων δολαρίων, αποδεικνύεται έως τώρα διπλά τυχερός: πρώτον, επειδή γλίτωσε τότε και δεύτερον, επειδή δεν έχει αρρωστήσει από τη ραδιενέργεια.
«Είχα πλήρη επίγνωση του τι μπορεί να μου συμβεί στο Τσερνομπίλ ένα χρόνο μετά την καταστροφή», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 60χρονος σήμερα Σοτά, ο οποίος, ως έφεδρος αξιωματικός, επιστρατεύτηκε από το Μπορζόμι στο Τσερνομπίλ, ένα χρόνο μετά το δυστύχημα.
«Δεν μπορούσα να πω. Δε θέλω. Ξέρετε πως ήταν στην ΕΣΣΔ. Όταν η πατρίδα σε καλεί, πρέπει να είσαι έτοιμος να δώσεις και την ίδια σου τη ζωή», σημειώνει ο Σοτά, ο οποίος μαζί με το γιο του εργάζεται σήμερα στις οικοδομές της Θεσσαλονίκης.
«Η υγεία μου δεν είναι καλή. Πάντα έχω ζαλάδες», λέει ο 60χρονος από τη Γεωργία, ο οποίος διακομίστηκε πριν από λίγες ημέρες στο νοσοκομείο, χωρίς να μπορέσουν οι γιατροί να εντοπίσουν τα αίτια των λιποθυμιών του.
Στην περιοχή του Τσερνομπίλ, ο Σοτά έμεινε το 1987 για έξι μήνες. «Είδα με τα μάτια μου τις πόλεις και χωριά-φαντάσματα, σαν να ήταν ένα σκηνικό θεάτρου χωρίς ηθοποιούς. Παράξενη ησυχία και πολύ έντονο φως», θυμάται και ζητά να μην του κάνουμε πολλές ερωτήσεις, επειδή, όπως λέει, έχει υπογράψει χαρτί ότι δεν θα μιλήσει πουθενά για ό,τι είδε.
Παρά τις επίμονες ερωτήσεις και την υπενθύμιση ότι η ΕΣΣΔ δεν υπάρχει πλέον, ο Σοτά αρνείται να αποκαλύψει περισσότερες λεπτομέρειες και λέει διαρκώς: «Εδωσα λόγο, δεν γίνεται!».
Ανασύρει, ωστόσο, από το χρονοντούλαπο των αναμνήσεών του μια συγκλονιστική εμπειρία, την οποία βίωσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Τσερνομπίλ. «Κάποιοι νεαροί από την ομάδα μου βρήκαν ένα καλό αυτοκίνητο, ένα "Βόλγκα", παρατημένο. Αποφάσισαν να το πάρουν και μόλις μπήκαν μέσα, έμειναν εκεί για πάντα? Σε δευτερόλεπτα έχασαν τις ζωές τους από τη ραδιενέργεια», θυμάται και αποκαλύπτει πως έζησε πολλές τέτοιες ιστορίες.
«Δεν χωρούσε στο μυαλό μας ότι παντού, όπου έπεφτε το βλέμμα του ανθρώπου υπήρχε θάνατος. Δεν βλέπαμε ανθρώπους. Μόνο σπίτια, κτίσματα με πάρα πολλή ραδιενέργεια. Σε ένα υπόγειο βρήκα μια γάτα, ξέφυγε από τα χέρια μου, πήγε να ανεβεί στη σκεπή του σπιτιού, αλλά δεν έφτασε ποτέ. Έπεσε ψόφια κάτω», προσθέτει ο Σοτά, ο οποίος μαζί με 37 άλλα άτομα έμειναν για έξι μήνες σε απόσταση 30 χλμ από το Τσερνομπίλ.
«Μας έφερναν ντυμένους με ειδικές στολές στην περιοχή, με ειδικά αυτοκίνητα. Ο καθένας μπορούσε να μείνει και να εργαστεί εκεί μόνο ένα με δύο λεπτά, αλλά όχι περισσότερο», εξηγεί και σημειώνει ότι τα αεροπλάνα έκαναν συνεχώς ρίψεις τσιμέντου στον αντιδραστήρα, όπου σημειώθηκε το ατύχημα.
Στην ερώτηση εάν φοβόταν τη ραδιενέργεια, απαντά πως ακόμη και σήμερα δεν ξέρει αν τη φοβόταν, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. «Το ανακουφιστικό ήταν ότι, σύμφωνα με αυτά που μας είχε υποσχεθεί το κράτος, μετά από την αποστολή στο Τσερνομπίλ, καθένας μας θα είχε δωρεάν ένα διαμέρισμα, ένα αυτοκίνητο, 50% έκπτωση στα ταξίδια με αεροπλάνο και με τρένο, τηλεφωνική γραμμή και μια σύνταξη. Αυτά μας υποσχέθηκαν, αλλά τελικά δεν έδωσαν τίποτα, μόνο μια τηλεφωνική γραμμή και μια σύνταξη που σήμερα είναι 45 λάρι (περίπου 24 δολάρια)», αναφέρει.
«Συνειδητοποίησα πρόσφατα, όταν άρχισα να έχω προβλήματα στην υγεία μου όλο και μεγαλύτερα, πως κανείς από εμάς δεν μπορούσε να αποφύγει τις συνέπειες της τραγωδίας του Τσερνομπίλ. Ήταν κάτι σαν τον πόλεμο, μια ιστορική στιγμή που αν συμβεί, δύσκολο είναι να κρυφτείς. Θα πάρεις όπλο?και θα συνεργάζεσαι με τους άλλους για το καλό του κόσμου», καταλήγει ο Σοτά.
Ο καθηγητής Παπαστεφάνου μιλά για τα "μαθήματα" από το Τσερνομπίλ
Τους κινδύνους που ελλοχεύουν η σαρκοφάγος του αντιδραστήρα 4 του πυρηνικού σταθμού του Τσερνομπίλ επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής πυρηνικής φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Κώστας Παπαστεφάνου, σημειώνοντας πως είκοσι χρόνια μετά, η σαρκοφάγος έχει προβλήματα διάρρηξης του μπετόν αρμέ, με το οποίο σκεπάστηκε ο κατεστραμμένος αντιδραστήρας μετά το ατύχημα.
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Παπαστεφάνου, η «καρδιά» του αντιδραστήρα σιγοκαίει, καθώς το πυρηνικό καύσιμο δεν έχει ακόμη εξαντληθεί -μόλις το 2%-3% έφυγε έξω, το άλλο έμεινε μέσα- και οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται είναι υψηλές. «Όλο αυτό δρα διαβρωτικά και προς τα πάνω, προς τη σαρκοφάγο, και προς τα κάτω. Η ραδιενέργεια δηλαδή μπορεί να φύγει υπογείως και να έχουμε νέο Σύνδρομο της Κίνας. Να φύγει και να μην ξέρουμε πού θα εμφανιστεί. Δεν μπορείς να το προβλέψεις», εξηγεί.
Αποκαλύπτει δε ότι για τη σαρκοφάγο υπήρχε λύση να γίνει ένα κέλυφος, μια λύση που είχε προταθεί το 1996, αλλά ποτέ δεν υλοποιήθηκε, καθώς το κόστος ήταν εξαιρετικά υψηλό -περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια- και δεν μπορούσε να καλυφθεί.
Το κέλυφος, για την κατασκευή του οποίου η διεθνής κοινότητα θα έδινε τα πρώτα 200.000 δολάρια, θα μπορούσε να περιορίσει τη διαρροή και σε περίπτωση διάρρηξης του μπετόν αρμέ θα τη συγκρατούσε.
Στην ερώτηση εάν έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος για την Ελλάδα, ο κ. Παπαστεφάνου απαντά: «Ό,τι πληρώσαμε, πληρώσαμε από το Τσερνομπίλ. Αλλά ο κίνδυνος είναι πάντα ορατός, αφού υπάρχουν πυρηνικοί αντιδραστήρες σε μικρή απόσταση».
Το πρώτο από τα «μαθήματα» που πήραμε από το Τσερνομπίλ, σύμφωνα με τον κ. Παπαστεφάνου, είναι ότι, εφόσον υπάρχουν πυρηνικοί αντιδραστήρες που λειτουργούν στον κόσμο, ένα ατύχημα ανάλογο με αυτό του Τσερνομπίλ είναι δυνατό να συμβεί. «Το απεύχεται κάποιος μεν, αλλά δεν είναι σίγουρος ότι μπορεί να το αποφύγει. Κάθε πυρηνικός σταθμός που λειτουργεί εν δυνάμει μπορεί να είναι και υποψήφιο νέο Τσερνομπίλ, κατά την άποψή μου», σημειώνει ο καθηγητής και τονίζει ότι ακόμη και στον πιο σύγχρονο αντιδραστήρα του πλανήτη μπορεί να γίνει ατύχημα, εφόσον κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ανθρώπινο λάθος.
Το δεύτερο «μάθημα» ήταν ότι η απόσταση δεν είναι βασικός αποτρεπτικός παράγοντας για τις συνέπειες ενός πυρηνικού ατυχήματος. «Η Ελλάδα απέχει αρκετές χιλιάδες χλμ, αλλά στιγματίστηκε για τα καλά», σημειώνει ο καθηγητής και παρατηρεί πως, εάν γίνει ένα ατύχημα στο γειτονικό μας Κοζλοντούι (Βουλγαρία), η ραδιενέργεια δεν θα χρειαστεί πέντε ή έξι ημέρες για να φτάσει στη χώρα μας, όπως στην περίπτωση του Τσερνομπίλ, αλλά μερικές μόλις ώρες.
Το Τσερνομπίλ μας «δίδαξε» επίσης τι μετρήσεις πρέπει να κάνουμε και πού, πώς να κινηθούμε, πώς να συμβουλεύσουμε την Πολιτεία να πάρει τα κατάλληλα μέτρα και να ενημερωθεί ο λαός, προσθέτει ο κ. Παπαστεφάνου.
Υπογραμμίζει δε ότι, σήμερα, είμαστε τεχνολογικά πιο έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε μια ανάλογη κατάσταση, να μελετήσουμε τη ρύπανση σε όλη τη χώρα και να προτείνουμε τα κατάλληλα μέτρα, κάτι που το ’86 ήταν αδύνατο, επειδή δεν υπήρχε η κατάλληλη εμπειρία.
«Τότε δεν υπήρχε σαφή εικόνα. Δεν έχουμε σαφή εικόνα από τις συνέπειες εκείνης της εποχής. Τώρα ξέρουμε», λέει.

Ο "πυρηνικός τουρισμός" στη νεκρή ζώνη

Το Τσερνομπίλ, τόπος του μεγαλύτερου πυρηνικού ατυχήματος, αναδεικνύεται τα τελευταία χρόνια σε έναν από τους συνηθέστερους προορισμούς όσων επισκέπτονται την Ουκρανία.
Οι ειδικοί εκτιμούν, μάλιστα, πως η Ουκρανία, η οικονομία της οποίας υπέστη ισχυρό πλήγμα μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ, φιλοδοξεί να αντισταθμίσει ένα μικρό μέρος των απωλειών με την ανάπτυξη του λεγόμενου «πυρηνικού τουρισμού».
Το ταξίδι από το Κίεβο, την πρωτεύουσα της Ουκρανίας, έως το «κατώφλι» του κατεστραμμένου πυρηνικού αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ -για όσους το τολμήσουν- κοστίζει περίπου 200 ευρώ.
Ως αντάλλαγμα, ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το μέγεθος της τραγωδίας, καθώς, παρ’ ότι έχουν περάσει δύο δεκαετίες από την ημέρα του δυστυχήματος, τα ερειπωμένα σπίτια στις πόλεις-φαντάσματα γύρω από τον πυρηνικό σταθμό έρχονται να υπενθυμίσουν πως το ατύχημα του Τσερνομπίλ δεν ήταν απλά ένα ακόμη ατύχημα στην ιστορία, αλλά το σοβαρότερο ίσως της πυρηνικής ιστορίας.
Στα σπίτια των εργατών του σταθμού και των οικογενειών τους ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει σε εκείνα τα λίγα λεπτά μετά το ατύχημα που έλαβαν την εντολή άμεσης απομάκρυνσής τους. Μαρτυρίες ανθρώπων που επισκέφθηκαν την περιοχή αρκετά χρόνια μετά την τραγωδία αναφέρουν ότι σε πολλά σπίτια, τα έπιπλα, οι συσκευές, ακόμη και τα προσωπικά αντικείμενα των ενοίκων τους βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στα δωμάτια, σαν να πρόκειται ο χρόνος να αρχίσει να κυλά και πάλι από τη μαύρη εκείνη ημέρα της 26ης Απριλίου του ’86, όταν όλα άλλαξαν στην περιοχή.
Το ταξίδι στο Τσερνομπίλ δεν σταματά αυστηρά στο χώρο του πυρηνικού εργοστασίου, αλλά συνεχίζεται και σε μια από τις χαρακτηριστικότερες πόλεις-φαντάσματα, στην Πρίπιατ. Μοντέλο σοβιετικής πόλης, με 48.000 κατοίκους, πολιτιστικό κέντρο και με πληθώρα αθλητικών σταδίων, η πόλη ερημώθηκε δύο ημέρες μετά την τραγωδία και από τότε δεν επιτράπηκε σε κανέναν να επιστρέψει. Στην πόλη αυτή -λένε όσοι την έχουν επισκεφθεί- η ξενάγηση είναι περιττή. Η ιστορία έχει καταγραφεί στους δρόμους, στα κτίρια, στο περιβάλλον, όπως και το ίδιο το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ.

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνομπίλ δεν επηρέασε μόνο το περιβάλλον των τριών κυρίως χωρών -Ουκρανίας, Λευκορωσίας, Ρωσίας- που δέχθηκαν το μεγαλύτερο ποσοστό ραδιενέργειας, αλλά και τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, που κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους μέσα σε λίγες μόλις ώρες μετά την τραγωδία.
Σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, το ατύχημα στο Τσερνομπίλ είχε ως αποτέλεσμα τη ραδιενεργό ρύπανση 18.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων καλλιεργήσιμης γης, εκ των οποίων τα 2.640 τετραγωνικά χιλιόμετρα δεν μπορούν πλέον να καλλιεργηθούν. Το μεγαλύτερο «τίμημα» πλήρωσε η Ουκρανία, το 40% της δασικής έκτασης της οποίας (ήτοι 35.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα) υπέστη εκτεταμένη ρύπανση. Στα δάση, τα κωνοφόρα δέντρα και τα πλατύφυλλα φυτά απορρόφησαν τη ραδιενέργεια σαν σφουγγάρια και τα νεκρά φύλλα και οι βελόνες μετέφεραν τη ρύπανση στο έδαφος. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία, η ραδιενέργεια θα συσσωρευτεί στο ξύλο των δέντρων.
Προς το παρόν, το μεγαλύτερο ποσοστό ρύπανσης συγκεντρώνεται σε τυπικά φυτά και φρούτα του δάσους, όπως τα μούρα, τα μανιτάρια, τα ρείκια, τις λειχήνες και τις φτέρες. Αυτά, ωστόσο, δεν είναι τα μοναδικά είδη που επηρεάστηκαν από τη ραδιενέργεια του Τσερνομπίλ. Πολλά ακόμη είδη μολύνθηκαν, ανάλογα με το είδος, τον τύπο της ρίζας του και τα χαρακτηριστικά του εδάφους. Όσο μικρότερη η ρίζα των φυτών, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος μόλυνσής τους.
Μεγάλο ρόλο στο ποσοστό ρύπανσης του εδάφους έπαιξε και ο βαθμός καλλιέργειάς του. Για παράδειγμα, τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια μολύνθηκαν τρεις έως πέντε φορές περισσότερο από ό,τι οι καλλιέργειες καλαμποκιού, πατάτας κλπ, που καλλιεργούνται σε ετήσια βάση.
Σε ό,τι αφορά το βαθμό επηρεασμού του DNA των φυτών, οι απόψεις των επιστημών διαφέρουν. Η Επιτροπή Τσερνομπίλ της κυβέρνησης της Λευκορωσίας υποστηρίζει ότι τα περισσότερα από τα φυτά στις περιοχές που εκτέθηκαν στη ραδιενέργεια δεν έχουν αλλάξει. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η περίπτωση να έχει αλλάξει η «γεωγραφία των φυτών» των συγκεκριμένων περιοχών, υπό την έννοια της επικράτησης της καλλιέργειας φυτών ανθεκτικών στη ραδιενέργεια. Υπάρχουν αναφορές για φτωχότερη βλάστηση σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και για μειωμένη δυνατότητα φωτοσύνθεσης.
Τη 14η επέτειο της τραγωδίας, επιστήμονες από το γερμανικό Ινστιτούτο Friedrich Miescher φύτεψαν σιτάρι σε έκταση δίπλα στον αντιδραστήρα 4 του Τσερνομπίλ και σε ένα αγρόκτημα σε απόσταση 30 χλμ από αυτόν. Δέκα μήνες μετά, ο ρυθμός μετάλλαξης των φυτών δίπλα στον αντιδραστήρα ήταν 6,63 ανά μίλι, ενώ στο αγρόκτημα, 1,03.
Οι επιπτώσεις στο ζωικό κόσμο
Μεταξύ των οικόσιτων ζώων και των ζώων φάρμας, τα ελευθέρας βοσκής, όπως οι αγελάδες και οι κατσίκες επηρεάστηκαν περισσότερο από τα υπόλοιπα. Στις ορεινές περιοχές της Λευκορωσίας, τα κοπάδια συνηθίζουν μάλιστα να βόσκουν στο δάσος που μολύνθηκε περισσότερο από ό,τι στα λιβάδια.
Σε ό,τι αφορά τα άγρια ζώα, τα σαρκοφάγα, όπως ο λύκος και η αλεπού, έχουν υποστεί 12 φορές μεγαλύτερη μόλυνση από ό,τι τα φυτοφάγα, που αποτελούν λεία τους.

Οι κοινωνικές επιπτώσεις του ατυχήματος

Το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνομπίλ είχε ως αποτέλεσμα, περίπου 350-400 άτομα να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Σχετική έκθεση του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών αναφέρει -μεταξύ άλλων- ότι η περιοχή Γκόμελ της Λευκορωσίας έχασε το 43% των κατοίκων της από το 1986 έως το 2000. Κι αυτοί που έμειναν πίσω ήταν κυρίως οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Η φυγή των νέων κατά κύριο λόγο ανθρώπων σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της εκλυθείσας ραδιενέργειας στην υγεία των εναπομεινάντων κατοίκων της περιοχής, είχε ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή της δημογραφικής της δομής: τα ποσοστά γεννήσεων έχουν μειωθεί δραματικά, ενώ παράλληλα αυξάνει το ποσοστό των θανάτων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στην περιοχή του Γκόμελ, το προσδόκιμο ζωής το 1986 ήταν 72,6 χρόνια, ενώ το 2000 έπεσε στα 67,6 χρόνια. Το 1986, όταν συνέβη το πυρηνικό ατύχημα, το ποσοστό αύξησης του πληθυσμού ανερχόταν στο 8%, ενώ 14 χρόνια αργότερα, οι γεννήσεις συρρικνώθηκαν από 17,2% σε 9,7% και οι θάνατοι αυξήθηκαν από 9,2% σε 14,8%, γεγονός που οδήγησε στη μείωση του πληθυσμού σε ποσοστό 5,1%.
Η έλλειψη νέων ανθρώπων στην περιοχή του Γκόμελ είχε αρνητικό αντίκτυπο στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των περιοχών που υπέστησαν το μεγαλύτερο πλήγμα από το ατύχημα στο Τσερνομπίλ. Στις περιοχές αυτές καταγράφεται έλλειψη γιατρών και δασκάλων, με αποτέλεσμα οι υποδομές της εκπαίδευσης και της υγείας να είναι ιδιαίτερα αδύναμες, ενώ δεκάδες επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να σταματήσουν τη λειτουργία τους, λόγω έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού.
Οι κυβερνήσεις τόσο της Ουκρανίας όσο και της Λευκορωσίας προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές συνέπειες του δυστυχήματος με μια σειρά από περιφερειακά προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης για τις πληγείσες περιοχές, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν ριζικά το πρόβλημα.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Προγράμματος Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, το Τσερνομπίλ δεν επηρέασε τη ζωή μόνο όσων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, αλλά και εκείνων που τους υποδέχθηκαν στις πόλεις και τα χωριά τους. Οι σύγχρονοι οικισμοί που χτίστηκαν για να στεγάσουν τους πληγέντες έκαναν τους ντόπιους να τους βλέπουν με «μισό μάτι», ενώ μεταξύ των νέων ανθρώπων, δύσκολα αναπτύσσονταν ερωτικές σχέσεις, καθώς πάντα υπήρχε ο φόβος των γεννητικών ανωμαλιών λόγω της ραδιενέργειας.

Οι επιπτώσεις στην Τέχνη και η εξοικείωση με μια ζωή με ραδιενέργεια

Η ραδιενέργεια που απελευθερώθηκε από τον αντιδραστήρα 4 του Τσερνομπίλ επηρέασε ιδιαίτερα ορισμένες απομακρυσμένες περιοχές της νότιας Λευκορωσίας και της βόρειας Ουκρανίας, που διατηρούσαν έως τότε τη δική τους κουλτούρα, τα δικά τους ήθη και έθιμα. Πολλά στοιχεία αυτής της παράδοσης -πίνακες με απεικονίσεις της καθημερινής ζωής, πήλινα σκεύη κα γεωργικός εξοπλισμός από ξύλο- μπορεί να τα δει πλέον κανείς μόνο στα μουσεία των μεγάλων πόλεων των δύο χωρών, αφού η ζωή στις περιοχές αυτές έχει πλέον «σβήσει».
Η εμπειρία του Τσερνομπίλ, αυτή η καταστροφή κοσμικού μεγέθους, όπως την περιέγραψε η Λευκορωσίδα συγγραφέας Σβετλάνα Αλεξίγεβιτς, απασχόλησε στο πέρασμα των χρόνων πολλούς συγγραφείς, ζωγράφους και παραγωγούς ταινιών που θέλησαν να αποτυπώσουν το δράμα. Πίνακες με εικόνες της καταστροφής φιλοξενούνται έως σήμερα, για παράδειγμα, στο Μουσείο του Τσερνομπίλ, στο Κίεβο.
Εκτός των περιοχών που ερήμωσαν, υπάρχουν κι εκείνες που οι άνθρωποι πρέπει να συνεχίσουν να ζουν με τη ραδιενέργεια. Στο πλαίσιο ενός πιλοτικού προγράμματος, χρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που φέρει την ονομασία «Ethos», ομάδες ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, ειδικών στη διαχείριση κινδύνου, στο περιβάλλον και σε αγροτικά ζητήματα, εργάζονται από κοινού με τους κατοίκους των πληγέντων περιοχών και αναπτύσσουν στρατηγικές διαχείρισης της καθημερινής ζωής. Στο πλαίσιο αυτό, οι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών διδάσκονται -μεταξύ άλλων- πώς να εκτρέφουν οικόσιτα ζώα και να ετοιμάζουν φαγητό με όσο το δυνατό χαμηλότερα ποσοστά ραδιενέργειας, μαθαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να ζουν με τις επιπτώσεις της πυρηνικής καταστροφής του Τσερνομπίλ.

25/04/2006, 16:24
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Τις πραγματικές συνέπειες του πυρηνικού αυτού ατυχήματος δεν θα τις μάθουμε ποτέ...
Επίσης ποτέ δεν θα μάθουμε τις πραγματικές συνέπειες που υπάρχουν ή θα υπάρξουν στο δικό μας λεκανοπέδιο, της Δυτικής Μακεδονίας -που φυσικά δεν έχει πυρηνικό εργοστάσιο - αλλά έχει λόγω του λιγνίτη συγκεντρωμένα πολλά εργοστάσια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top