Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Παραμύθι χωρίς παρά και μύθο...

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια γωνιά της γης, ήταν κάποιοι άνθρωποι που μέρα νύχτα δούλευαν και προκοπή δε βλέπαν. Δεν πέρασε άλλωστε καιρός πολύς, από τη μαύρη μπόρα, που ‘πεσε στα κεφάλια τους, αυτών και των γονιών τους. Πολλοί από δαυτούς γιάτρευαν ακόμη τις πληγές τους. Και μερικοί επέρασαν και δύο και τρεις και τέσσερις, αντάρες στη ζωή τους. Χτιζόταν και εγκρεμίζονταν, ξανά το σπιτικό τους. Και τούτη τη φορά δεν άργησε, πιστή στο ραντεβού της, μια καταιγίδα αλλιώτικη, μα κι ίδια με τις άλλες. Φωνάζαν οι κυρ’ ντελάληδες πως φόβο να μη βάζουν, γι άλλους η καταιγίδα μαίνεται, πως έχουνε φροντίσει. Μετά όμως είπαν έρχεται, και είναι όλη δικιά τους, και μάλιστα πως φταίγανε, κι αυτοί και τα παιδιά τους. Του κάκου διαμαρτυρήθηκαν, φωνάξαν και παλέψαν. Δώστου χαλάζι έριχναν, απάνω στα κορμιά τους, κάθε που μίλαγε κανείς, και όποιον επήρε, πήρε. Εβάλαν και στις τσέπες τους, να ‘χουν να σας θυμούνται. Βγήκαν και οι ντελάληδες να μη μιλούν τους είπαν, το χιόνι μη γυρεύουνε και το επροκαλούνε. Και κάποιοι δεν εμίλησαν, κι έτσι, το χιόνι ήρθε. Και έπιασε να λυσσομανά και που να το μαζέψεις; Νέοι και γέροι και παιδιά εχάσκαν παγωμένοι. Κάποιοι με πείσμα λέγανε πως να σου ο ήλιος βγαίνει, άλλοι με τον μικρό τα βάλανε, τον πρόσφυγα, τον ξένο, κι άλλοι λεν πως ξύλο έχουνε, να βάλουνε στο τζάκι, και σπίτι τους εγύρισαν, κι εκείθε στέκαν μόνοι. Μα η αντάρα πείσμα δε κοιτά, και τζάκι δε λογίζει, σε πήρε και σε σήκωσε και βάλτα με τον δίπλα. Ένα το κύμα έρχεται και χέρια αν δε πιαστείτε, αντάμα θα πνιγείτε. Τη καταιγίδα όμως θαρρείς, βρεμένος δε φοβάται. Και κάποιοι εσηκώθηκαν και δώσανε τα χέρια. Ολούθε τα απλώσανε για να προστατευτούνε. Δίχτυα μεγάλα πλέξανε, αλληλεγγύης τα ‘παν. Ήτανε κι άλλοι παρακεί, να μη το κάνουν λένε, γιατί έτσι θα μπαλώνανε τον άρχοντα Γυμνίδη. Μα τούτοι δε σκιαχτήκανε και βάλθηκαν να πράττουν. Με λόγια εχορτάσανε, με λόγια δε στεγνώνεις. Μια βελονιά εγώ και μια εσύ, το δίχτυ να απλώνει, και του Γυμνίδη μια χαρά, η φορεσιά ξηλώνει. Το δίχτυ αντέχει τη βροχή, κάθε λογής χαλάζι. Και στου Γυμνίδη τη γωνιά, βαριά κατήφεια πέφτει. Μωρ’ τούτοι οργανώθηκαν, ντελάλη δεν ακούνε και στέγες εμοιράστηκαν και λόγο δε μου δίνουν. Έρχεται τότε ο γραφιάς κρυφά τον ορμηνεύει: αμόλα τους ντελάληδες, δικούς σου αφεντάδες, κι όποιον δε φτάνεις, να φθονείς, μα φίλο να τον κάμεις. Πάρε το δίχτυ φορεσιά και κάνε το, δικό σου. Ψάξε και βρες το ράφτη του και φέρτονα κοντά σου. Κι όπως και πριν από αυτόν, άλλοι τρανοί αρχόντοι, στέλνει κιαυτός λόγια παχιά, τα παινεμένα λόγια. Και βγήκε και η αστραπή, και η βροντή αντάμα, μαζί με τα αρχοντικά, να σου επούνε μπράβο. Που στάθηκες και πάλεψες με τη δική τους μπόρα; Μα τι να θένε τώρα; Και γέλασε κι η γειτονιά και ο κάθε πικραμένος. Με τ’ άδειο το κεφάλι τους που θέλει και κορώνες. Πάρε Γυμνίδη το γραφιά και τους πραματευτάδες, το δίχτυ που φτιάν’ η γειτονιά, στη γειτονιά θα μείνει. Ράφτη δεν έχει και αγά, το φτιάξανε καμπόσοι. Κι αν κάπου θε να ξηλωθεί, δέκα θα ‘ρθούν να ράβουν. Μήτε με ξύδι πιάνονται, μα μήτε και με μέλι. Μάθε αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και τα ήθη. Τέρμα το παραμύθι.

Πηγή: #tutorpool

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top